δόλων: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δόλων:''' -ωνος, ὁ ([[δόλος]]), [[μυστικό]] όπλο, [[εγχειρίδιο]], [[μαχαίρι]], [[στιλέτο]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δόλων:''' -ωνος, ὁ ([[δόλος]]), [[μυστικό]] όπλο, [[εγχειρίδιο]], [[μαχαίρι]], [[στιλέτο]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δόλων:''' ωνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> потайное оружие, кинжал Plut.;<br /><b class="num">2)</b> малый передний парус Polyb., Diod.
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόλων Medium diacritics: δόλων Low diacritics: δόλων Capitals: ΔΟΛΩΝ
Transliteration A: dólōn Transliteration B: dolōn Transliteration C: dolon Beta Code: do/lwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A flying jib, Plb.16.15.2, D.S.20.61.    2 spar which carries such a sail, Poll.1.91.    II secret weapon, poniard, stiletto, Plu.TG10.    III fishing-rod (?), Artem.2.14.

German (Pape)

[Seite 655] ωνος, ὁ, 1) ein kleiner Dolch der Meuchelmörder; Plut. T. Graech. 10; Hesych. – 2) das kleinste Segel auf dem Vordertheile des Schiffes; D. Sic. 20, 61; Pol. 16, 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δόλων: -ωνος, ὁ, μικρὸν πρῳραῖον ἱστίον, Πολύβ. 16, 15, 2, πρβλ. Liv. 36. 44, 45., 37. 30, καὶ ἴδε ἀκάτιον ΙΙ. ΙΙ. μυστικὸν ἐγχειρίδιον, ξιφίδιον ἐν ῥάβδῳ κεκρυμμένον, «στιλέττο», Λατ. dolo, Πλούτ. Τ. Γράκχ. 10. - Παρ' Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα.

French (Bailly abrégé)

1gén. pl. de δόλος.
2ωνος (ὁ) :
arme (poignard, épée, etc.) cachée dans une canne.
Étymologie: δόλος.

Greek Monolingual

ο (AM δόλων)
μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος
νεοελλ.
ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες
τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες
αρχ.-μσν.
πρωραίο ιστίο
αρχ.
1. δοκάρι που κρατά πρωραίο ιστίο
2. μακρύ καλάμι με αγκίστρι στο λεπτό του άκρο κατάλληλο για ψάρεμα, καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δόλος, με αρχική τη σημ. «μαχαίρι, στιλέτο», προτού εξελιχθεί στη μτγν. τεχνική (μεταφορική;) του σημασία «ιστίο (ορισμένου σχήματος)»].

Greek Monotonic

δόλων: -ωνος, ὁ (δόλος), μυστικό όπλο, εγχειρίδιο, μαχαίρι, στιλέτο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δόλων: ωνος ὁ
1) потайное оружие, кинжал Plut.;
2) малый передний парус Polyb., Diod.