δυσκολαίνω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσκολαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i> ([[δύσκολος]]), [[δυσανασχετώ]], είμαι [[δύστροπος]] ή δυσαρεστημένος, σε Αριστοφ.· [[προξενώ]] [[ενόχληση]], [[δείχνω]] [[δυσαρέσκεια]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δυσκολαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i> ([[δύσκολος]]), [[δυσανασχετώ]], είμαι [[δύστροπος]] ή δυσαρεστημένος, σε Αριστοφ.· [[προξενώ]] [[ενόχληση]], [[δείχνω]] [[δυσαρέσκεια]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκολαίνω:''' <b class="num">1)</b> быть недовольным или выражать неудовольствие, досадовать, негодовать Arph., Plat., Plut.: τὰς μὲν ἀπεδέξατο, ταῖς δ᾽ ἐδυσκόλαινε Plut. одни (ответы) он одобрил, другие же отверг;<br /><b class="num">2)</b> придираться, брюзжать: τὸ [[ἄνευ]] ἐνστάσεως κωλύειν τὸν λόγον δ. ἐστίν Arst. оспаривать положение бездоказательно - значит придираться;<br /><b class="num">3)</b> (о детях) дуться, капризничать (τὸ [[παιδίον]] ἐβόα καὶ ἐδυσκόλαινεν Lys.; καὶ τῇ φωνῇ καὶ τοῖς ἔργοις Xen.).
}}
}}

Revision as of 19:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκολαίνω Medium diacritics: δυσκολαίνω Low diacritics: δυσκολαίνω Capitals: ΔΥΣΚΟΛΑΙΝΩ
Transliteration A: dyskolaínō Transliteration B: dyskolainō Transliteration C: dyskolaino Beta Code: duskolai/nw

English (LSJ)

impf.

   A ἐδυσκόλαινον Pl.Phlb.26d: fut. -κολᾰνῶ Isoc.15.149:—to be peevish, Ar.Nu.36; of a baby, Lys.1.11, cf. X.Mem.2.2.8; τινί D.37.15; feel a difficulty, δ. ὡς . . Pl. l.c.; in argument, to be captious, Arist.Top. 160b3, al.    2 cause trouble or annoyance, οὔρησις δυσκολαίνουσα Hp.Prorrh.1.109.

German (Pape)

[Seite 682] unzufrieden, verdrießlich sein; Ar. Nubb. 36; Plat. Phil. 26 d; καὶ βοᾶν Lys. 1, 11; τινί, über etwas, Xen. Mem. 2, 2, 8; öfter Plut.; οὔρησις δυσκολαίνουσα, schmerzhaft, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκολαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ· παρατ. ἐδυσκόλαινον, Πλάτ. Φιλήβ. 26D· - δυσχεραίνω, εἶμαι δύστροπος, δυσηρεστημένος, Ἀριστοφ. Νεφ. 36· ἐπὶ νηπίου, Λυσ. 92. 36· δεικνύω δυσαρέσκειαν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 8· δ. ὡς… Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) προξενῶ δυσκολίαν καὶ ἐνόχλησιν, οὔρησις δυσκολαίνουσα Ἰππ. 76D.

French (Bailly abrégé)

être chagrin, mécontent : τινι de qch.
Étymologie: δύσκολος.

Spanish (DGE)

1 c. suj. de pers. estar de mal humor o disgustado τί δυσκολαίνεις ...; Ar.Nu.36, cf. Pl.Tht.155a, τὸ παιδίον ... ἐδυσκόλαινεν ... ὑπὸ τῆς θεραπαίνης ... λυπούμενον Lys.1.11, δυσκολανοῦσιν καὶ χαλεπῶς οἴσουσιν Isoc.15.149, δυσκολαίνει ... πᾶς ὁ γηράσας Babr.74.15, cf. D.C.61.2.2, c. la causa expresada en dat. σὺ ... τοῖς ἔργοις ἐκ παιδίου δυσκολαίνων X.Mem.2.2.8, φωναῖς τισι Plu.2.1120b, cf. 153b, Caes.35, c. la causa expresada en gen. οἱ μὲν ἀλλοδαποὶ ... πολλὰ μέμφονται καὶ δυσκολαίνουσι τῶν γινομένων los nacidos fuera ... hacen muchos reproches y se disgustan con lo que sucede Plu.2.37e, c. or. subord. ἐδυσκολαίνομεν ὡς ... Pl.Phlb.26d, τὸ μὴ δυσκολαίνειν ἀλλ' ἐπαινεῖν ὅτι ... Plu.2.149b
c. dat. de pers. o giro prep. enfadarse con δυσκολαίνει πρὸς ἐμέ Ar.Lys.887, ἐμοὶ πάλιν δυσκολαίνοντα D.37.15, μὴ μόνον τῷ οἰνοχόῳ δυσκολαίνομεν, ἀλλὰ καὶ τῷ πίνοντι D.Chr.48.3, cf. Plu.Demetr.38, D.C.59.5.4
de ahí mostrar una mala actitud τὸ ... κωλύειν τὸν λόγον δυσκολαίνειν ἐστίν impedir la argumentación es mostrar una mala actitud Arist.Top.160b3, cf. 4, 6
mostrar enfado, enfurruñarse de un niño κἂν μὴ μασᾶται, δυσκολαίνει Pythag.Ep.5.3.
2 c. suj. de cosa, medic. producir molestia o dolor οὔρησις δυσκολαίνουσα Hp.Coac.342, Prorrh.1.109.

Greek Monolingual

(AM δυσκολαίνω)
νεοελλ.
1. (μέσ. με εμπρόθ. προσδ.) δυσκολεύω, δυσκολεύομαι («δυσκολαίνομαι στη μελέτη μου», «όσο πάει και δυσκολαίνεται»)
2. δυσκολεύω
αρχ.
1. είμαι δύστροπος, δείχνω δυσαρέσκεια
2. προκαλώ δυσκολίες
3. (για επιχειρήματα) είμαι στρεψόδικος, αμφίβολος.

Greek Monotonic

δυσκολαίνω: μέλ. -ᾰνῶ (δύσκολος), δυσανασχετώ, είμαι δύστροπος ή δυσαρεστημένος, σε Αριστοφ.· προξενώ ενόχληση, δείχνω δυσαρέσκεια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσκολαίνω: 1) быть недовольным или выражать неудовольствие, досадовать, негодовать Arph., Plat., Plut.: τὰς μὲν ἀπεδέξατο, ταῖς δ᾽ ἐδυσκόλαινε Plut. одни (ответы) он одобрил, другие же отверг;
2) придираться, брюзжать: τὸ ἄνευ ἐνστάσεως κωλύειν τὸν λόγον δ. ἐστίν Arst. оспаривать положение бездоказательно - значит придираться;
3) (о детях) дуться, капризничать (τὸ παιδίον ἐβόα καὶ ἐδυσκόλαινεν Lys.; καὶ τῇ φωνῇ καὶ τοῖς ἔργοις Xen.).