ἐξημοιβός: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξημοιβός:''' -όν ([[ἐξαμείβω]]), αυτός που χρησιμεύει για [[αλλαγή]], <i>εἵματα δ' ἐξημοιβά</i>, αλλαγές ενδυμάτων, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἐξημοιβός:''' -όν ([[ἐξαμείβω]]), αυτός που χρησιμεύει για [[αλλαγή]], <i>εἵματα δ' ἐξημοιβά</i>, αλλαγές ενδυμάτων, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξημοιβός:''' служащий для смены, т. е. свежий (εἵματα Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 31 December 2018
English (LSJ)
όν, (ἐξαμείβω)
A serving for change, εἵματα δ' ἐξημοιβά changes of raiment, Od.8.249; τεύχεα Q.S.7.437; ἐξημοιβαί· ἕτεπαι, Hsch. ἐξήνεγκα, ἐξήνεγκον, v. ἐκφέρω.
German (Pape)
[Seite 881] umgewechselt, εἵματα, Kleider zum Wechseln, Od. 8, 249 u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 437.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξημοιβός: -όν, (ἐξαμείβω) χρησιμεύων πρὸς ἀλλαγὴν (πρβλ. ἐπημοιβός), εἵματα δ’ ἐξοιμηβά, «ἀλλασσόμενα, ἐξ ἀμοιβῆς φορούμενα» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 249· τεύχεα Κόϊντ. Σμ. 7. 437.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
de rechange.
Étymologie: ἐξαμείβω.
English (Autenrieth)
(ἀμείβω): neut. pl., for change, changes of raiment, Od. 8.249†.
Greek Monolingual
ἐξημοιβός, -όν (Α)
ο χρήσιμος για αλλαγή («εἵματο τ' ἐξημοιβά», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ημοιβός (< αμείβω), με λειτουργία του νόμου «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
ἐξημοιβός: -όν (ἐξαμείβω), αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, εἵματα δ' ἐξημοιβά, αλλαγές ενδυμάτων, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξημοιβός: служащий для смены, т. е. свежий (εἵματα Hom.).