ἐπιπέτομαι: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ [[ἐπεπτάμην]] ή <i>-όμην</i>, επίσης σε Ενεργ. τύπο [[ἐπέπτην]], μτχ. <i>ἐπιπτάς</i>, αποθ.:<br /><b class="num">1.</b> [[πετώ]] σε ή προς, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πετώ]] πάνω από, <i>[[πεδία]]</i>, σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐπιπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ [[ἐπεπτάμην]] ή <i>-όμην</i>, επίσης σε Ενεργ. τύπο [[ἐπέπτην]], μτχ. <i>ἐπιπτάς</i>, αποθ.:<br /><b class="num">1.</b> [[πετώ]] σε ή προς, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πετώ]] πάνω από, <i>[[πεδία]]</i>, σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπέτομαι:''' (fut. ἐπιπτήσομαι, aor. 2 [[ἐπεπτόμην]]; см. тж. *[[ἐπιπέταμαι]])<br /><b class="num">1)</b> влетать (ὀϊστὸς καθ᾽ ὅμιλον [[ἐπιπτέσθαι]] μενεαίνων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (над кем-л. или чем-л.) лететь, пролетать (τινι εἰπόντι Hom.; πόλει τινί Arph.);<br /><b class="num">3)</b> прилетать, слетаться (ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα Plat.; ἐπὶ τὴν ναῦν Luc.);<br /><b class="num">4)</b> облетать (πεδία καρποφόρα Eur.; γην καὶ θάλασσαν Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 31 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -πτήσομαι Hdt.7.15: aor. ἐπεπτάμην or -όμην (v. infr.); later, also in act. form ἐπέπτην, part. ἐπιπτάς AP11.407 (Nicarch.), Alciphr.3.59, Porph.Abst.1.25:—fly to or towards, καθ' ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων Il.4.126; οἱ . . ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις 13.821; ἐ. σοὶ τωὐτὸ ὄνειρον Hdt.7.15;ᾗ 'πέπτετο Ar.Av.48; ἀετὸς ἐπιπτόμενος αἴσιος X.Cyr.2.4.19. 2. c.acc., fly over, πεδία E.Hel.1486 (lyr.); γῆν καὶ θάλατταν Ar.Av.118; ἐ. ἀρούραις Ael.NA17.16: metaph., καινὰ καὶ θάυμαστὰ ἐ. fly over to, run eagerly after, Ar.Av. 1471 (lyr.); ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα ὥσπερ ἐπιπτόμενοι flitting from one to another, Pl.R.365a. 3. fly at or on to, of a male bird, Arist. HA564b4.
German (Pape)
[Seite 969] (s. πέτομαι), herbei-, herzufliegen, ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις Od. 15, 160. 524 Il. 13, 821; vom Pfeil, ἆλτο – καθ' ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων 4, 125; c. acc., darüber hinfliegen, πεδία Eur. Hel. 1486; γῆν καὶ θάλατταν Ar. Av. 118; καινὰ καὶ θαυμάστ' ἐπεπτόμεσθα, wir sahen beim Fluge Neues, 1471; c. dat., Ar. Av. 48; ταῖς ἀρούραις Ael. H. A. 17, 16; Plat. vrbdt ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα ὥςπερ ἐπιπτόμενοι Rep. II, 365, darauf losstürzend, wie Raubvögel; ἐπέπτησαν ἐπὶ τἡν ναῦν Luc. V. Hist. 1, 28; Alciphr. 3, 59; φὴς ἐπιπτήσεσθαί μοι τὸν ἀετόν Luc. Peregr. 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπέτομαι: μέλλ. -πτήσομαι, Ἡρόδ. 7. 15, Λουκ.: ἀόρ. ἐπεπτάμην ἢ -όμην (ἴδε πέτομαι)· μεταγεν. ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐπέπτην, μετοχ. ἐπιπτάς, Ἀνθ. Π. 11, 407, Ἀλκίφρων 3. 59: Ἀποθ. Πέτομαι ἐπὶ ἢ πρός τινα, ἆλτο δ’ ὀϊστὸς ὀξυβελής, καθ’ ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων Ἰλ. Δ. 126· ὥς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις Ν. 821, Ὀδ. Ο. 160, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 15, Ἀριστοφ. Ὄρν. 48, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 19. 2) μετ’ αἰτ., πέτομαι ὑπεράνω, ὃς ἄβροχα πεδία καρποφόρα τε γᾶς ἐπιπετόμενος ἰακχεῖ Εὐρ. Ἑλ. 1486· γῆν καὶ θάλασσαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 118, πρβλ. 1471 (ὡσαύτως, ἐπ. ἀρούραις Αἰλ. π. Ζ. 17. 16)· μεταφ, καινὰ καὶ θαυμαστὰ ἐπιπ., πετῶ πρός τι, τρέχω μετὰ σπουδῆς κατόπιν τινός..., αὐτόθι 1471· ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα ὥσπερ ἐπιπτόμενοι Πλάτ. Πολ. 365Α. 3) μετὰ γεν., πέτομαι κατά τινος, διὰ τὸ τὸν ἄρρενα... ἐπιπετόμενον συντρίβειν (τὰ ᾠά), περὶ τοῦ ταώ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 9. - Πρβλ. ἐφίπταμαι, ἐπιποτάομαι.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιπτήσομαι, ao.2 ἐπεπτόμην;
1 voler vers;
2 voler au-dessus de : ἀρούραις ÉL au-dessus des champs.
Étymologie: ἐπί, πέτομαι.
English (Autenrieth)
aor. ἐπέπτατο, inf. ἐπιπτέσθαι: fly toward or in, Il. 13.821; of an arrow, Il. 4.126.
Greek Monolingual
ἐπιπέτομαι (AM) (Μ και ἐπιπετάομαι) πέτομαι
πετώ (α. «ἀετὸς ἐπιπτόμενος αἴσιος», Ξεν.
β. «βέλος ἐπιπετασθέν», Ευστ.)
αρχ.
1. πετώ από πάνω («ὃς ἄβραχα πεδία καρποφόρα τε γᾱς ἐπιπετόμενος ἰαχεῑ», Ευρ.)
2. πετώ, τρέχω με βιασύνη κάπου («καινὰ καὶ θαυμαστά ἐπιπτόμεσθα», Αριστοφ.)
3. (για αρσενικό πουλί) πετώ εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἐπιπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ ἐπεπτάμην ή -όμην, επίσης σε Ενεργ. τύπο ἐπέπτην, μτχ. ἐπιπτάς, αποθ.:
1. πετώ σε ή προς, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. με αιτ., πετώ πάνω από, πεδία, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπέτομαι: (fut. ἐπιπτήσομαι, aor. 2 ἐπεπτόμην; см. тж. *ἐπιπέταμαι)
1) влетать (ὀϊστὸς καθ᾽ ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων Hom.);
2) (над кем-л. или чем-л.) лететь, пролетать (τινι εἰπόντι Hom.; πόλει τινί Arph.);
3) прилетать, слетаться (ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα Plat.; ἐπὶ τὴν ναῦν Luc.);
4) облетать (πεδία καρποφόρα Eur.; γην καὶ θάλασσαν Arph.).