ἐπισυναγωγή: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισυνᾰγωγή:''' ἡ, [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐπισυνᾰγωγή:''' ἡ, [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισυνᾰγωγή:''' ἡ собрание, сборище NT.
}}
}}

Revision as of 20:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυνᾰγωγή Medium diacritics: ἐπισυναγωγή Low diacritics: επισυναγωγή Capitals: ΕΠΙΣΥΝΑΓΩΓΗ
Transliteration A: episynagōgḗ Transliteration B: episynagōgē Transliteration C: episynagogi Beta Code: e)pisunagwgh/

English (LSJ)

ἡ,

   A gathering or being gathered together, LXX 2 Ma.2.7, 2 Ep.Thess.2.1, etc.    b collection of a sum of money, IG12(3).1270.11 (Syme, ii/i B. C.).    2 collective view, table, ὁρίων Ptol.Tetr.44.    3 pl., successive additions, Id.Alm.2.7.    4 Astrol., aggregation of planets in contact, Porph.in Ptol.188.

German (Pape)

[Seite 987] ἠ, das noch dazu Zusammenbringen, die Versammlung, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυνᾰγωγή: ἡ, = συναγωγή, σύναξις, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Β΄, 7), Β΄ Ἐπιστ. π. Θεσσ. β΄, 1, κτλ. 2) περιληπτικὴ θέα, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 67.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 rassemblement, réunion;
2 récapitulation, somme.
Étymologie: ἐπισυνάγω.

English (Strong)

from ἐπισυνάγω; a complete collection; especially a Christian meeting (for worship): assembling (gathering) together.

English (Thayer)

ἐπισυναγωγῆς, ἡ (ἐπισυνάγω, which see);
a. a gathering together in one place, equivalent to τό ἐπισυνάγεσθαι (ἐπί τινα, to one, assembly (of Christians): Hebrews 10:25.

Greek Monolingual

ἐπισυναγωγή, ή (AM) επισυνάγω
συγκέντρωση σ’ έναν τόπο («ἕως ἂν συναγάγῃ ὁ Θεὸς ἐπισυναγωγήν τοῡ λαοῡ», ΠΔ)
2. συγκέντρωση πιστών σε τόπο λατρείας
αρχ.
1. συγκέντρωση χρηματικού ποσού
2. περιληπτική θέα, σύνοψη
3. στον πληθ. αἱ ἐπισυναγωγαί
διαδοχικές προσθέσεις
4. αστρολ. σύνοδος πλανητών.

Greek Monotonic

ἐπισυνᾰγωγή: ἡ, συνάθροιση, συγκέντρωση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυνᾰγωγή: ἡ собрание, сборище NT.