ἐπιψεύδομαι: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιψεύδομαι:'''<b class="num">I.</b> αποθ., [[εξακολουθώ]] να [[ψεύδομαι]], [[ψεύδομαι]] [[επιπλέον]] ή ασύστολα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] ανακριβές σε, <i>τί τινι</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[παραποιώ]], [[νοθεύω]] έναν αριθμό, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπιψεύδομαι:'''<b class="num">I.</b> αποθ., [[εξακολουθώ]] να [[ψεύδομαι]], [[ψεύδομαι]] [[επιπλέον]] ή ασύστολα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] ανακριβές σε, <i>τί τινι</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[παραποιώ]], [[νοθεύω]] έναν αριθμό, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιψεύδομαι:''' <b class="num">1)</b> привирать, приукрашивать ложью, преувеличивать Xen. ([[πολλά]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> ложно приписывать (τί τινι Luc.);<br /><b class="num">3)</b> искажать, фальсифицировать (τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A lie still more, X.Hier.2.16. II attribute falsely, τι θεοῖσιν A.R.3.381, cf.Ph.2.319, Plu.Mar.16, Luc.Tox.42. III falsify a number, Plu.Flam.9 ; ὄνομα call by a wrong name, Ph.2.398 ; feign, συμφοράν J.AJ18.6.8. IV deceive, τινα Herod.6.46.
German (Pape)
[Seite 1006] dazu, dabei lügen, Xen. Hier. 2, 16; τί, Plut. Flamin. 9 u. a. Sp.; τινί τι, Einem Etwas andichten, Luc. Tox. 42; Ap. Rh. 3, 381.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιψεύδομαι: Ἀποθ., ψεύδομαι ἐπί τινι, Ξεν. Ἰέρων 2, 16, Λουκ. π. Εἰκ. 20. ΙΙ. ἀποδίδω ψεῦδος εἴς τινα, τί τινι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 42. ΙΙΙ. παραμορφώνω, τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος Πλουτ. Φλαμιν. 9.
French (Bailly abrégé)
1 mentir encore plus;
2 falsifier un nombre;
3 attribuer faussement : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: ἐπί, ψεύδω.
Greek Monolingual
ἐπιψεύδομαι (Α)
1. λέω κι άλλα ψέματα
(«χαλεπὸν δὲ εὑρεῑν ὅπου οὐχὶ καὶ ἐπιψεύδονται», Ξεν.)
2. παραμορφώνω, διαστρεβλώνω («καὶ τὸν ἀριθμόν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος», Πλούτ.)
3. πλάθω, επινοώ κάτι
4. εξαπατώ κάποιον
5. φρ. «ἐπιψεύδομαι τί τινι» αποδίδω κάτι ψεύτικα σε κάποιον.
Greek Monotonic
ἐπιψεύδομαι:I. αποθ., εξακολουθώ να ψεύδομαι, ψεύδομαι επιπλέον ή ασύστολα, σε Ξεν.
II. αποδίδω κάτι ανακριβές σε, τί τινι, σε Λουκ.
III. παραποιώ, νοθεύω έναν αριθμό, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιψεύδομαι: 1) привирать, приукрашивать ложью, преувеличивать Xen. (πολλά Plut.);
2) ложно приписывать (τί τινι Luc.);
3) искажать, фальсифицировать (τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποθανόντων Plut.).