λουτήριον: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(23) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λουτήριον]], τὸ (AM, Α δωρ. τ. [[λωτήριον]]) [[λουτήρ]]<br />ο [[λουτήρας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[δοχείο]] στο οποίο πλένονται τα ποτήρια<br /><b>2.</b> το [[βαπτιστήριο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ποτηριού. | |mltxt=[[λουτήριον]], τὸ (AM, Α δωρ. τ. [[λωτήριον]]) [[λουτήρ]]<br />ο [[λουτήρας]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[δοχείο]] στο οποίο πλένονται τα ποτήρια<br /><b>2.</b> το [[βαπτιστήριο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ποτηριού. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λουτήριον:''' τό ванна, водоем для купания Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dor. λωτήριον Tab.Heracl.1.184,
A = λουτήρ, Antiph.208, IG22.1425.371 (iv B. C.), PLond.2.193.21 (ii A. D.); λουτήρια μέγιστα A.Fr.366. II a kind of cup, Epig.6.
Greek (Liddell-Scott)
λουτήριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λουτήρ, Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 2· λουτήρια μέγιστα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332. ΙΙ. εἶδος ποτηρίου, Ἐπιγέν. ἐν «Μνηματίῳ» 1.
Greek Monolingual
λουτήριον, τὸ (AM, Α δωρ. τ. λωτήριον) λουτήρ
ο λουτήρας
μσν.
1. το δοχείο στο οποίο πλένονται τα ποτήρια
2. το βαπτιστήριο
αρχ.
είδος ποτηριού.
Russian (Dvoretsky)
λουτήριον: τό ванна, водоем для купания Aesch.