λουτρόν: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι → somehow second thoughts are wiser, the second thoughts are invariably wiser, second thoughts are best

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λουτρόν:''' τό, Επικ. [[λοετρόν]] ([[λούω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λουτρό]], το [[μέρος]] όπου κάνει [[κάποιος]] το [[μπάνιο]] του, σε Όμηρ.· [[κυρίως]] στον πληθ., <i>θερμὰ λοετρά</i>, ζεστά λουτρά, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ., <i>θερμὰ λουτρά</i>, σε Αισχύλ., κ.λπ.· επίσης καλούνταν, λουτρὰ [[Ἡράκλεια]], σε Αριστοφ.· <i>ὑδάτων λοῦτρα</i>, [[νερό]] για [[λούσιμο]], σε Σοφ.· λοῦσαί τινα [[λουτρόν]], κάνω κάποιον [[μπάνιο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στους Ποιητές, <i>σπονδαί</i> ή <i>χοαί</i>, προσφερόμενες στους νεκρούς, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''λουτρόν:''' τό, Επικ. [[λοετρόν]] ([[λούω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λουτρό]], το [[μέρος]] όπου κάνει [[κάποιος]] το [[μπάνιο]] του, σε Όμηρ.· [[κυρίως]] στον πληθ., <i>θερμὰ λοετρά</i>, ζεστά λουτρά, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ., <i>θερμὰ λουτρά</i>, σε Αισχύλ., κ.λπ.· επίσης καλούνταν, λουτρὰ [[Ἡράκλεια]], σε Αριστοφ.· <i>ὑδάτων λοῦτρα</i>, [[νερό]] για [[λούσιμο]], σε Σοφ.· λοῦσαί τινα [[λουτρόν]], κάνω κάποιον [[μπάνιο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στους Ποιητές, <i>σπονδαί</i> ή <i>χοαί</i>, προσφερόμενες στους νεκρούς, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λουτρόν:''' эп. [[λοετρόν]] τό (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> купальня, баня (γυμνάσια καὶ λουτρά Xen.);<br /><b class="num">2)</b> купание (λοετρὰ Ὠκεανοῖο Hom.; λουτροῖς [[χρῆσθαι]] Xen.);<br /><b class="num">3)</b> вода для купания (θερμὰ λοετρὰ θερμαίνειν Hom.);<br /><b class="num">4)</b> культ. омовение (τὸ [[σῶμα]] Πολυνείκους λούσαντες ἁγνὸν [[λουτρόν]] Soph.);<br /><b class="num">5)</b> культ. заупокойное возлияние: πατρὸς χέοντες λουτρά Soph. совершая возлияния в память отца;<br /><b class="num">6)</b> культ. купель (παλιγγενεσίας NT).
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λουτρόν Medium diacritics: λουτρόν Low diacritics: λουτρόν Capitals: ΛΟΥΤΡΟΝ
Transliteration A: loutrón Transliteration B: loutron Transliteration C: loutron Beta Code: loutro/n

English (LSJ)

τό, in Hom. always λοετρόν, but contr. form in h.Cer.50, Hes.Op.753; Dor. λωτρόν, Hsch.: (λούω):—

   A bath, bathing-place, Hom., always in pl., θερμὰ λοετρά hot bath, Il.22.444, al.; later θερμὰ λουτρά A.Ch.670, S.Tr.634 (lyr.), CratesCom.15, etc.; θερμὰ Νυμφᾶν λουτρά Pi.O.12.19; also called Ἡράκλεια λουτρά Ar.Nu.1051; λοετρὰ Ὠκεανοῖο Il.18.489, Od.5.275; σίτοισι καὶ λουτροῖσι in matters of eating and washing, Hdt.6.52; λουτρῷ χρωμένους Plu.2.1109b: sg. first in Hes. l.c.; τραπέσθαι πρὸς τὸ λ. Pl.Phd.115a, cf. X.Oec.9.7: in pl., bathing-establishment, τὰ δημόσια λ. POxy.1252 B22 (iii A. D.), etc.    2 water for bathing or washing, ὑδάτων ἐνεγκεῖν λουτρά S.OC1599; ἐν λουτροῖς while bathing, X.Cyr.7.5.59; λοῦσαί τινα λουτρόν give one a bath, wash one with water, S.Ant.1201, Ar.Lys. 469; λουτρὸν παρέχειν ib.377; λοῦσθαι λουτρόν bathe, A.Fr.366 (note); λουτρόν ἐστιν, οὐ πότος Alex.9; νυμφικὰ λουτρά the conveying of water to the bride (cf. λουτροφόρος), Poll.3.43; in NT, of baptism, Ep.Eph. 5.26; λ. παλιγγενεσίας Ep.Tit.3.5.    II in Poets, = σπονδαί, libations to the dead, S.El.84,434, E.Ph.1667, cf. Hsch. s.v. χθόνια λ.

Greek (Liddell-Scott)

λουτρόν: τό, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε λοετρόν, ἀλλὰ συνῃρ. τύπος ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 50, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751· Δωρ. λωτρὸν Ἡσύχ.· (λούω)· - λουτρὸν ὡς καὶ νῦν, καὶ τὸ μέρος ἔνθα λούεταί τις, Ὅμ., ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., θερμὰ λοετρὰ Ἰλ. Ξ. 6, κ. ἀλλ.· Ἀττ. θερμὰ λουτρὰ Αἰσχύλ. Χο. 670, Σοφ. Τρ. 634, Κράτης ἐν «Θηρίοις» 2, κτλ. θερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ Πινδ. Π. 12. 27· καλούμενα καὶ λουτρὰ Ἡράκλεια Ἀριστοφ. Νεφ. 1051 ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ ψυχρῶν λουτρῶν, λοετρὰ Ὠκεανοῖο Ἰλ. Σ. 489, Ὀδ. Ε 275· σίτοισι καὶ λουτροῖσι Ἡρόδ. 6. 52· λουτροῖς χρῆσθαι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 20, κτλ.· -τὸ ἑνικ. πρῶτον παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751· τραπέσθαι πρὸς τὸ λ. Πλάτ. Φαίδων 115Α· ἀλλ’ ἀείποτε σπάν., ἴδε κατωτ. 2) ὕδωρ πρὸς λοῦσιν, ὑδάτων ἐνεγκεῖν λουτρὰ Σοφ. Ο. Κ. 1599 ἐν λουτρῷ, ἐνῷ λούεταί τις, Ξεν. Οἰκ. 5, 9· λοῦσαί τινα λουτρὸν Σοφ. Ἀντ. 1201, Ἀριστοφ. Λυσ. 469· λουτρὸν παρέχειν αὐτόθι 378· λοῦσθαι λουτρὸν Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 332· λουτρὸν ἐστίν, οὐ ποτὸν Ἄλεξ. ἐν «Αἰσώπῳ» 1. 11. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς, σπονδαὶ ἢ χοαί, προσφερόμεναι εἰς τοὺς νεκρούς, Σοφ. Ἠλ. 84, 434, Εὐρ. Φοίν. 1667, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. χθόνια λ. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ., βάπτισμα, Ἰουστίνου Ἀπολ. 1, 61, 62, 66, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 208C, κλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
1 bain, endroit où l’on se baigne, salle de bain;
2 bain, eau pour se baigner;
3 action de se baigner : λουτροῖς χρῆσθαι XÉN prendre des bains;
4 p. ext. eau lustrale pour les purifications ; purification.
Étymologie: λούω.

English (Slater)

λουτρόν
   1 bath Ἐργότελες, θερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις the hot springs of Himera (O. 12.19)

English (Strong)

from λούω; a bath, i.e. (figuratively), baptism: washing.

English (Thayer)

λουτροῦ, τό (λούω), from Homer down (who uses λοετρόν, from the uncontracted form λοέω), a bathing, bath, i. e. as well the act of bathing (a sense disputed by some (cf. Ellicott on baptism (for examples see Sophocles' Lexicon, under the word): with τοῦ ὕδατος added, τῆς παλιγγενεσίας, Titus 3:5.

Greek Monotonic

λουτρόν: τό, Επικ. λοετρόν (λούω
I. λουτρό, το μέρος όπου κάνει κάποιος το μπάνιο του, σε Όμηρ.· κυρίως στον πληθ., θερμὰ λοετρά, ζεστά λουτρά, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ., θερμὰ λουτρά, σε Αισχύλ., κ.λπ.· επίσης καλούνταν, λουτρὰ Ἡράκλεια, σε Αριστοφ.· ὑδάτων λοῦτρα, νερό για λούσιμο, σε Σοφ.· λοῦσαί τινα λουτρόν, κάνω κάποιον μπάνιο, στον ίδ.
II. στους Ποιητές, σπονδαί ή χοαί, προσφερόμενες στους νεκρούς, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λουτρόν: эп. λοετρόν τό (преимущ. pl.)
1) купальня, баня (γυμνάσια καὶ λουτρά Xen.);
2) купание (λοετρὰ Ὠκεανοῖο Hom.; λουτροῖς χρῆσθαι Xen.);
3) вода для купания (θερμὰ λοετρὰ θερμαίνειν Hom.);
4) культ. омовение (τὸ σῶμα Πολυνείκους λούσαντες ἁγνὸν λουτρόν Soph.);
5) культ. заупокойное возлияние: πατρὸς χέοντες λουτρά Soph. совершая возлияния в память отца;
6) культ. купель (παλιγγενεσίας NT).