μῶνυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῶνυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[μόνος]], [[ὄνυξ]]), αυτός που έχει ένα μοναδικό [[νύχι]], δηλ. [[μονόχηλος]], με [[μία]] [[χηλή]], [[οπλή]], Λατ. solipes, λέγεται για [[άλογο]], σε Όμηρ., Ευρ.
|lsmtext='''μῶνυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[μόνος]], [[ὄνυξ]]), αυτός που έχει ένα μοναδικό [[νύχι]], δηλ. [[μονόχηλος]], με [[μία]] [[χηλή]], [[οπλή]], Λατ. solipes, λέγεται για [[άλογο]], σε Όμηρ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῶνυξ:''' ῠχος adj. [[μόνος]] + [[ὄνυξ]] однокопытный (эпитет коня) Hom.; непарнокопытный (ὕες Arst.).
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῶνυξ Medium diacritics: μῶνυξ Low diacritics: μώνυξ Capitals: ΜΩΝΥΞ
Transliteration A: mō̂nyx Transliteration B: mōnyx Transliteration C: monyks Beta Code: mw=nuc

English (LSJ)

ῠχος, ὁ, ἡ, τό,

   A with a single, i.e. uncloven, hoof, epith. of the horse, freq. in Il., 5.236, al.; once in Od., 15.46, cf. Sol.23, E.Ph. 793 (lyr., dub.l.), Stud.Pont.3.16 (ii/i B.C.); also μ. ὕες Arist.HA 499b13; τὰ μ. [τῶν ζῴων] Hp.Art.8; τετραπόδων ὅσα μ. Porph.Abst. 4.7; [γένει] τῷ καλουμένῳ μώνυχι Pl.Plt.265d. (From sm- (weak form of sem-, cf. εἷς) and ὄνυξ (- lengthd. in composition).)

German (Pape)

[Seite 226] υχος, statt μονῶνυξ, einhufig, mit ungespaltenen Klauen, ἵπποι, Il. 5, 236. 581. 8, 136. 16, 172 Od. 15, 46; Eur. Phoen. 799; Plat. stellt gegenüber τῷ σχιστῷ καὶ τῷ καλουμένῳ μώνυχι, Polit. 265 d.

Greek (Liddell-Scott)

μῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδα μὲ ἕνα ἀδιαίρετον ὄνυχα, ὁπλήν, Λατ. solipes, ἐπίθ. τοῦ ἵππου, συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ.· ἅπαξ δὲ ἐν τῇ Ὀδ., δηλ. Ο. 46· οὕτω Σόλων 13, Εὐρ. Φοίν. 793· ὡσαύτως, μ. ὗες Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 2. 1, 31· - κατὰ δοτ. μετὰ οὐδ. οὐσιαστ., γένει τῷ μώνυχι Πλάτ. Πολιτ. 2651). (Τὴν ἐκ τοῦ μόνον, ὄνυξ, ἐτυμολογίαν δυσκόλως δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον μοῦνος, τὸ δὲ μῶνυξ πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ πρὸς τὸ μουνόνυξ. Ἡ ἔνστασις ὅτι τὸ μόνος δὲν σημαίνει «εἷς καὶ μόνος» ἀναιρεῖται ἐκ τῶν συνθέτων λέξεων μονόχηλος, μονολέων, μονόλυκος).

French (Bailly abrégé)

υχος (ὁ, ἡ)
dont le sabot est un, qui n’a pas la corne du pied fendu, solipède.
Étymologie: p. *μονῶνυξ, de μόνος, ὄνυξ.

English (Autenrieth)

υχος: according to the ancients, single-hoofed, solid-hoofed (μόνος, ὄνυξ), epith. of horses (as opp. to the cloven-footed cattle). (Il. and Od. 15.46.)

Greek Monolingual

μῶνυξ, -υχος, ὁ, ἡ, τὸ (Α)
(για ζώα) μονώνυχος, που έχει ένα μόνο νύχι, μία οπλή σε κάθε πόδι (α. «μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.
β. «μώνυχες ὗες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την παλαιότερη ετυμολόγηση, η λ. μῶνυξ < μον(ο)-ονυξ, με ανομοιωτική προβολή του -ν- και συναίρεση. Σήμερα έχει επικρατήσει η άποψη ότι η λ. ανάγεται σε σμ-ῶνυξ, που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ( sm-) της ΙΕ ρίζας sem- «ένας» (πρβλ. μία) και τη λ. ὄνυξ, ὄνυχος, άρα σμ-ῶνυξ «με ένα νύχι». Η παλαιότερη άποψη δεν γίνεται δεκτή κυρίως γιατί η λ. είναι πολύ παλιά και η λ. μόνος ως α' συνθετικό (μονο-) μαρτυρείται αργότερα].

Greek Monotonic

μῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ (μόνος, ὄνυξ), αυτός που έχει ένα μοναδικό νύχι, δηλ. μονόχηλος, με μία χηλή, οπλή, Λατ. solipes, λέγεται για άλογο, σε Όμηρ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μῶνυξ: ῠχος adj. μόνος + ὄνυξ однокопытный (эпитет коня) Hom.; непарнокопытный (ὕες Arst.).