ὀροφή: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀροφή:''' ἡ ([[ἐρέφω]]), [[στέγη]] ενός σπιτιού ή [[ταβάνι]] ενός δωματίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὀροφή:''' ἡ ([[ἐρέφω]]), [[στέγη]] ενός σπιτιού ή [[ταβάνι]] ενός δωματίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀροφή:''' ἡ<b class="num">1)</b> потолок ([[ὑψόθεν]] ἐξ ὀροφῆς Hom.);<br /><b class="num">2)</b> крыша, кровля Plut.: τὸ [[καταστέγασμα]] τῆς ὀροφῆς Her. кровельное перекрытие, кровельный материал;<br /><b class="num">3)</b> крышка, верхушка (τοῦ σμήνους Arst.).
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀροφή Medium diacritics: ὀροφή Low diacritics: οροφή Capitals: ΟΡΟΦΗ
Transliteration A: orophḗ Transliteration B: orophē Transliteration C: orofi Beta Code: o)rofh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐρέφω)

   A roof of a house, or ceiling of a room, Od.22.298, IG12.373.246, Hdt.2.148, Pherecr.121, Ar.Nu.173, etc.: pleon., καταστέγασμα τῆς ὀ. Hdt.2.155 ; διελεῖν τὴν ὀ. take off the tiling, Th. 4.48 ; cf. κέραμος 11.2: pl., woodwork of the roof, Thphr.HP5.3.7.    2 top of a beehive, Arist.HA624a6.    II Syrian name of a plant, = κροκοδιλιάς, Aët.11.2.

German (Pape)

[Seite 386] ἡ (ἐρέφω), die obere Decke eines Zimmers, ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς, Od. 22, 298; Ar. Nubb. 174; Plat. Rep. VII, 529 b u. öfter; ἀναβάντες ἐπὶ τὸ τέγος τοῦ οἰκήματος καὶ διελόντες τὴν ὀροφὴν ἔβαλλον τῷ κεράμῳ, das Dach abdeckend, Thuc. 4, 48; τῷ πυρὶ κατελυμήνατο τὰς ὀροφάς, Pol. 5, 9, 3; Sp., wie Plut. Lacon. apophth. p. 222.

Greek (Liddell-Scott)

ὀροφή: ἡ, (ἐρέφω) ἡ στέγη οἰκίας ἢ τὸ ἐσωτερικὸν στέγασμα, «ταβάνι», δωματίου, Ὀδ. Χ. 298, Ἡρόδ. 2. 148, Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 6, Ἀριστοφ., κλ.· πλεοναστ., καταστέγασμα τῆς ὀροφῆς Ἡρόδ. 2. 155. ὀροφὴν διελεῖν, ἀφελεῖν τὰς κεραμίδας, Θουκ. 4. 48· πρβλ. κέραμος· - ἐν τῷ πληθ. τὰ ξύλα τῆς στέγης, τὸ τοῦ Πλινίου, contignationes, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 7. 2) ἡ κορυφὴ κυψέλης μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 8.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
toit d’une maison.
Étymologie: ἐρέφω.

English (Autenrieth)

(ἐρέφω): roof, ceiling, Od. 22.298†.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀροφή)
η εσωτερική επάνω επιφάνεια ενός χώρου, το εσωτερικό επιστέγασμα ενός δωματίου, το ταβάνι
νεοελλ.
1. η στέγη ενός οικήματος, ενός κτηρίου
2. μτφ. το ανώτατο όριο το οποίο μπορεί να φθάσει ένα μέγεθος
3. (αεροπ.) το ανώτατο ύψος πτήσης αεροπλάνου δεδομένου τύπου
4. (αερον.-μετεωρ.) η κατακόρυφη απόσταση της βάσης του χαμηλότερου στρώματος νεφών, το οποίο καλύπτει το μισό τουλάχιστον του ουράνιου θόλου από την επιφάνεια της θάλασσας ή του εδάφους
αρχ.
1. η κορυφή της κυψέλης τών μελισσών
2. συριακή ονομασί φυτού, αλλ. κροκοδιλιάς
3. στον πληθ. αἱ ὀροφαί
τα σανιδώματα της σκεπής, τα ξύλα της στέγης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἐρέφω].

Greek Monotonic

ὀροφή: ἡ (ἐρέφω), στέγη ενός σπιτιού ή ταβάνι ενός δωματίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὀροφή:1) потолок (ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς Hom.);
2) крыша, кровля Plut.: τὸ καταστέγασμα τῆς ὀροφῆς Her. кровельное перекрытие, кровельный материал;
3) крышка, верхушка (τοῦ σμήνους Arst.).