παλάθη: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλάθη:''' [λᾰ], ἡ, [[γλύκισμα]] από συντηρημένα φρούτα, [[κομπόστα]], [[γλυκό]] κουταλιού, σε Ηρόδ., Λουκ.
|lsmtext='''πᾰλάθη:''' [λᾰ], ἡ, [[γλύκισμα]] από συντηρημένα φρούτα, [[κομπόστα]], [[γλυκό]] κουταλιού, σε Ηρόδ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλάθη:''' (λᾰ) ἡ спрессованная фруктовая масса, фруктовое тесто или пастила Her., Luc., Plut.
}}
}}

Revision as of 01:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλάθη Medium diacritics: παλάθη Low diacritics: παλάθη Capitals: ΠΑΛΑΘΗ
Transliteration A: paláthē Transliteration B: palathē Transliteration C: palathi Beta Code: pala/qh

English (LSJ)

[λᾰ], ἡ,

   A cake of preserved fruit, Hdt.4.23, Thphr.HP4.2.10, LXX 1 Ki.25.18, al., Amynt. ap. Ath.11.500d, Luc.Pisc.41, Vit.Auct. 19.

German (Pape)

[Seite 444] ἡ, eine Masse getrockneter Früchte, welche in eine längliche Form zusammengedrückt wurde, eine Art Marmelade; von Nüssen, Her. 4, 23; gew. von Feigen, ἰσχάδων, καρύων, Luc. Pisc. 41 u. öfter; vgl. Amyntas bei Ath. XI, 500 d; Alciphr. 3, 20. 51; Theophr. u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλάθη: ἡ, ὁρμαθὸς ξηρῶν καρπῶν μάλιστα σύκων, ἀλλὰ καὶ καθόλου μᾶζα συμπεπιεσμένων καρπῶν, π.χ. σύκων, ἐλαιῶν, σταφίδων καὶ ἄλλων καρπῶν, Ἡρόδ. 4. 23, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 1, Λουκ. Ἁλ. 41, Βίων Πρᾶσις 19, Ἀμύντας παρ’ Ἀθην. 500D, Wessel. εἰς Διόδ. 17. 67· - ὑποκορ. πᾰλάθιον, τό, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 478D· πᾰλᾰθίς, ίδος, ἡ, Στράβ. 99. - Κατὰ Σουΐδ.: «παλάθαι, μᾶζαι σύκων, καὶ παλασίων τῶν πεπατημένων ἰσχάδων, παλάθαι δὲ καὶ εἶδος βοτάνης. ἢ τὰ ἐκ τρυγὸς πλάσματα. ἢ ἡ ἐπάλληλος θέσις τῶν σύκων».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gâteau de fruits desséchés (noix, figues, etc.) pressés et alignés les uns contre les autres.
Étymologie: παλάσσω.

Greek Monolingual

παλάθη, ἡ (Α)
1. αρμαθιά ξηρών καρπών, ιδίως σύκων
2. (γενικά) μάζα από πεπιεσμένους καρπούς, όπως λ.χ. σύκων, ελαιών, σταφίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παλάθη συνδέεται πιθ. με τις λ. παλάμη, παλαστή «παλάμη», πελανός «είδος γλυκίσματος» ή κατ' άλλους με το ρ. πλάσσω (πρβλ. κορο-πλάθος, πηλο-πλάθος, πλάθ-ανον). Ωστόσο, είναι πιθ. όλοι οι προηγούμενοι τ. να ανάγονται σε κοινή ΙΕ ρίζα pel∂- / plā με σημ. «ευρύς, απλώνω» (βλ. και λ. πλάσσω). Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση της λ. με το αρχ. άνω γερμ. flado (πρβλ. γαλλ. flan «είδος γλυκίσματος»). Τέλος, τόσο η σύνδεση της λ. παλάθη με το ρ. πίμπλημι, όσο και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ., δεν θεωρούνται πιθανές].

Greek Monotonic

πᾰλάθη: [λᾰ], ἡ, γλύκισμα από συντηρημένα φρούτα, κομπόστα, γλυκό κουταλιού, σε Ηρόδ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλάθη: (λᾰ) ἡ спрессованная фруктовая масса, фруктовое тесто или пастила Her., Luc., Plut.