παραζώννυμι: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(nl) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρα-ζώννῡμι en παραζωννύω aan de gordel ophangen. | |elnltext=παρα-ζώννῡμι en παραζωννύω aan de gordel ophangen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραζώννῡμι:''' привешивать к поясу (ἀκινάκην Plat.): παρεζωσμένος τὸ [[ξιφίδιον]] Plut. опоясанный кинжалом, с кинжалом у пояса. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
English (LSJ)
and παραζωννύω,
A hang at the girdle, ἀκινάκας Pl.R.553c:—Med., wear at the girdle, ξίφος D.H.2.70, cf. Plu.Ant. 79. II gird along the side, of clouds hanging on a mountain-side, Thphr.Sign.51.
German (Pape)
[Seite 478] (s. ζώννυμι), an den Gürtel hängen, umgürten, ἀκινάκην, Plat. Rep. XIII, 553 c; u. med., ξίφος παραζώννυσθαι, D. Hal. 2, 70; Luc. Anach. 6.
Greek (Liddell-Scott)
παραζώννυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζώσω· - ζώνω, κρεμῶ παρὰ τὴν ζώνην, ἀκινάκας παραζωννύντα Πλάτ. Πολ. 553C· - Μέσ., φορῶ ἐν τῇ ζώνῃ, ξίφος Διον. Ἁλ. 2. 70, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 79. ΙΙ. παρακαλύπτω τὴν πλευράν, ἐπὶ νεφῶν ἅτινα καλύπτουσι τὸ πλευρὸν ὄρους, Θεοφρ. π. Σημ. Ὑδάτ. 4. 2.
French (Bailly abrégé)
suspendre à la ceinture, acc. ; fig. suspendre comme une ceinture;
Moy. παραζώννυμαι porter suspendu à la ceinture, acc..
Étymologie: παρά, ζώννυμι.
Greek Monolingual
και παραζωννύω Α
1. κρεμώ κάτι από τη ζώνη, ζώνω κάτι στη μέση («ξίφος παραζώννυσθαι», Δίον. Αλ.)
2. (για νέφη) καλύπτω («ὅταν τὰ νέφη πρὸς τὴν θάλασσαν αὐτὰ [τὰ ὄρη] παραζωννύῃ», Θεόφρ.).
Greek Monotonic
παραζώννυμι: και -ύω, μέλ. -ζώσω, ζώνω, κρεμώ στα πλευρά, σε Πλάτ. — Μέσ., καλύπτω τα πλευρά, φορώ ζώνη στη μέση, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-ζώννῡμι en παραζωννύω aan de gordel ophangen.
Russian (Dvoretsky)
παραζώννῡμι: привешивать к поясу (ἀκινάκην Plat.): παρεζωσμένος τὸ ξιφίδιον Plut. опоясанный кинжалом, с кинжалом у пояса.