παραπέτομαι: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(nl) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρα-πέτομαι (erbij) vliegen, langsvliegen, vliegen langs:. παραπετόμενα πλάτα de vliegensvlugge roeiriem Soph. OC 717; οὐ γὰρ ἂν παρέπτατο want dan was hij niet te hulp gevlogen Aristoph. Th. 1014. | |elnltext=παρα-πέτομαι (erbij) vliegen, langsvliegen, vliegen langs:. παραπετόμενα πλάτα de vliegensvlugge roeiriem Soph. OC 717; οὐ γὰρ ἂν παρέπτατο want dan was hij niet te hulp gevlogen Aristoph. Th. 1014. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραπέτομαι:''' (fut. παραπτήσομαι, aor. 2 [[παρεπτόμην]]; part. aor. 1 med. παραπτάμενος)<br /><b class="num">1)</b> лететь мимо, пролетать (ἡ παραπετομένη [[μυῖα]] Arst.): [[δῶρον]] παραπτάμενον Anth. мимолетный дар (о красоте);<br /><b class="num">2)</b> перелетать, прилетать Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
English (LSJ)
poet. παρπέταμαι Call. Epigr.33.6 : aor. 2 παρεπτόμην or -επτάμην (v. infr.) ; also παρέπτην, 3pl.
A παρέπτησαν Id.Iamb.Fr.9.327 P.:—fly alongside, κορώνη . . ἤδη πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Arist.HA563b12 ; τὰς π. μυίας Id.Pol. 1323a29. 2 fly past, of specks before the eyes, Gal.1.363. 3 escape, AP6.19 (Jul.). 4 fly to, ἡμῖν ἑρπετὸν παρέπτατο Semon. 13, cf. Philostr.VA1.7 ; fly to one's succour, οὐ γὰρ ἂν παρέπτετο Ar. Th.1014 : metaph., παραπτῆναι, of a λόγος, Philostr.Her.19.14.
German (Pape)
[Seite 493] (s. πέτομαι), daneben-, vorüberfliegen, übertr., ἁ δ' εὐήρετμος ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα, Soph. O. C. 721; παρέπτατο, herbeifliegen, Ar. Thesm. 1014; ἢν παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); u. in Prosa, παραπετομένη, Arist. H. A. 6, 6.
Greek (Liddell-Scott)
παραπέτομαι: ποιητ. παρπέταμαι Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32: ἀόρ. β΄ παρεπτόμην ἢ -επτάμην· ἀποθ. Πέτομαι παρά τι, κορώνη .. πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6. 6· τὰς π. μυίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 1, 4, 2) παρέρχομαί τι πετόμενος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1014· ἐκφεύγω τινά, Ἀνθ. Π. 6. 19. 3) πέτομαι πρός τινα, τινι Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 12. - Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 715, ἴδε παράπτω.
French (Bailly abrégé)
1 voler auprès ou le long de;
2 voler au delà de ; échapper à.
Étymologie: παρά, πέτομαι.
Greek Monolingual
ποιητ. τ. παρπέταμαι, Α
1. πετώ κάτι κοντά ή πλαγίως σε κάτι
2. διέρχομαι πετώντας
3. διαφεύγω, ξεφεύγω
4. πετώ προς το μέρος κάποιου
5. τρέχω πετώντας για να βοηθήσω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πέτομαι «πετώ»].
Greek Monotonic
παραπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ παρ-επτόμην ή -επτάμην· αποθ.·
1. πετώ κατά μήκος, σε Αριστ.
2. δραπετεύω, διαφεύγω, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-πέτομαι (erbij) vliegen, langsvliegen, vliegen langs:. παραπετόμενα πλάτα de vliegensvlugge roeiriem Soph. OC 717; οὐ γὰρ ἂν παρέπτατο want dan was hij niet te hulp gevlogen Aristoph. Th. 1014.
Russian (Dvoretsky)
παραπέτομαι: (fut. παραπτήσομαι, aor. 2 παρεπτόμην; part. aor. 1 med. παραπτάμενος)
1) лететь мимо, пролетать (ἡ παραπετομένη μυῖα Arst.): δῶρον παραπτάμενον Anth. мимолетный дар (о красоте);
2) перелетать, прилетать Arph.