περικλύζω: Difference between revisions
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(32) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>περικλύζομαι</i><br /><b>1.</b> κατακλύζομαι από την [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υπερκαλύπτομαι από [[κάτι]], σκεπάζομαι [[τελείως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βρέχω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]], σε όλη την επιφάνειά του, [[περιλούζω]]<br /><b>2.</b> [[πλένω]] κάποιον χύνοντας [[νερό]]<br /><b>3.</b> [[βαπτίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για [[νησί]], πορθμό, [[πόλη]]) περιβάλλομαι από [[θάλασσα]], περιβρέχομαι<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αποτολμώ]] και [[εξέρχομαι]] στην ανοιχτή [[θάλασσα]], [[ριψοκινδυνεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]] «[[περιβρέχω]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>περικλύζομαι</i><br /><b>1.</b> κατακλύζομαι από την [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υπερκαλύπτομαι από [[κάτι]], σκεπάζομαι [[τελείως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βρέχω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]], σε όλη την επιφάνειά του, [[περιλούζω]]<br /><b>2.</b> [[πλένω]] κάποιον χύνοντας [[νερό]]<br /><b>3.</b> [[βαπτίζω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για [[νησί]], πορθμό, [[πόλη]]) περιβάλλομαι από [[θάλασσα]], περιβρέχομαι<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αποτολμώ]] και [[εξέρχομαι]] στην ανοιχτή [[θάλασσα]], [[ριψοκινδυνεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]] «[[περιβρέχω]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικλύζω:''' омывать со всех сторон (τὸ [[παιδίον]] ὕδατι Arst.): ἡ [[νῆσος]] περικλυζομένη Thuc. омываемый (морем) остров. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A wash all round, τὸ παιδίον ὕδατι Arist.Mir.837b21:— Pass., to be washed all round by the sea, of an island, Th.6.3 ; of a boat, Plu.Mar.36; μὴ περικλύζοιο θαλάσσῃ, i.e. venture not on the sea, Arat.287: metaph., to be overwhelmed, κακοῖς Lib.Decl.30.61; τῷ πλήθει τῶν σκοπῶν Gal.15.584.
German (Pape)
[Seite 580] umspülen, pass. vom Meer umgeben sein; Thuc. 6, 3; Luc. V. H. 1, 30; μἡ περικλύζοιο θαλάττῃ, laß dich nicht vom Meer umspülen, d. i. wage dich nicht aufs Meer, Arat. 287; auch περικλύζῃ κακαῖς, Liban.
Greek (Liddell-Scott)
περικλύζω: λούω χύνων ὕδωρ ὁλόγυρα, περιλούω, τὸ παιδίον ὕδατι π. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91· - Παθ., περιβρέχομαι, ἐπὶ νήσου, Θουκ. 6. 3· ἐπὶ πορθμοῦ, Πλουτ. Μαρ. 36· μὴ περικλύζοιο θαλάσσης πεπταμένῳ πελάγει, δηλ. μὴ ἀποτόλμα νὰ ἐξέλθῃς εἰς ἀνοικτὸν πέλαγος, Ἄρατ. 287.
French (Bailly abrégé)
baigner tout autour.
Étymologie: περί, κλύζω.
Greek Monolingual
ΜΑ
παθ. περικλύζομαι
1. κατακλύζομαι από την θάλασσα
2. μτφ. υπερκαλύπτομαι από κάτι, σκεπάζομαι τελείως
αρχ.
1. βρέχω κάτι γύρω γύρω, σε όλη την επιφάνειά του, περιλούζω
2. πλένω κάποιον χύνοντας νερό
3. βαπτίζω
4. παθ. (για νησί, πορθμό, πόλη) περιβάλλομαι από θάλασσα, περιβρέχομαι
5. μτφ. αποτολμώ και εξέρχομαι στην ανοιχτή θάλασσα, ριψοκινδυνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλύζω «περιβρέχω»].
Russian (Dvoretsky)
περικλύζω: омывать со всех сторон (τὸ παιδίον ὕδατι Arst.): ἡ νῆσος περικλυζομένη Thuc. омываемый (морем) остров.