προκηραίνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
(nl)
(4)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-κηραίνω bezorgd zijn om, met gen.
|elnltext=προ-κηραίνω bezorgd zijn om, met gen.
}}
{{elru
|elrutext='''προκηραίνω:''' беспокоиться, тревожиться (τινός Soph.): τί ποτε [[τάδε]] κηραίνεις; Eur. отчего ты так взволнован(а)?
}}
}}

Revision as of 02:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκηραίνω Medium diacritics: προκηραίνω Low diacritics: προκηραίνω Capitals: ΠΡΟΚΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: prokēraínō Transliteration B: prokērainō Transliteration C: prokiraino Beta Code: prokhrai/nw

English (LSJ)

   A to be anxious for, τινος S.Tr.29.

German (Pape)

[Seite 730] besorgt sein, κείνου, um jenen, Soph. Tr. 29; vgl. Monk Eur. Hipp. 223.

Greek (Liddell-Scott)

προκηραίνω: εἶμαι ἀνήσυχος, μεριμνῶ περί τινος, κείνου προκηραίνουσα, «μεριμνῶσα κατὰ τὸ κέαρ» (Σχόλ.), Σοφοκλ. Τρ. 29.

French (Bailly abrégé)

se préoccuper de, gén..
Étymologie: πρό, κηραίνω.

Greek Monolingual

Α
αδημονώ, ανησυχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηραίνω (II) «έχω πολλές φροντίδες, ανησυχώ»].

Greek Monotonic

προκηραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ανησυχώ για, τινός, σε Σοφ.· επίσης, τί ποτ' ὦ τέκνον, τάδε κηραίνεις; γιατί τελοσπάντων είσαι τόσο ανήσυχος; σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κηραίνω bezorgd zijn om, met gen.

Russian (Dvoretsky)

προκηραίνω: беспокоиться, тревожиться (τινός Soph.): τί ποτε τάδε κηραίνεις; Eur. отчего ты так взволнован(а)?