σκιώδης: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκιώδης:''' -ες, συνηρ. από <i>σκιο-είδης</i>, [[σκοτεινός]], [[σκιερός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''σκιώδης:''' -ες, συνηρ. από <i>σκιο-είδης</i>, [[σκοτεινός]], [[σκιερός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκιώδης:''' <b class="num">1)</b> дающий тень ([[πέτρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> покрытый тенью, тенистый (τὰ [[βαθέα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> темный (τὰ χρώματα Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A shady, πέτρα E.Supp.759; χωρία Thphr.HP9.18.2. 2 of weather, dark, gloomy, Hp.Epid.3.2; of colours, dark, Arist.Col.793b5. Adv. -δῶς Ps.-Alex.Aphr. in Metaph.440.9, Eustr. in EN104.6.
German (Pape)
[Seite 900] ες, zsgzgn aus σκιοειδής; πέτρα, Eur. Suppl. 759; trüb, neblig, φθινόπωρον, Hippocr.; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σκιώδης: -ες, συνηρ. ἐκ τοῦ σκιοειδής, σκιερός, πέτρα Εὐρ. Ἱκέτ. 759· χωρίας Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2. 2) ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, σκοτεινός, ἀχλυώδης, θολός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1082· ἐπὶ χρωμάτων, σκοτεινός, μαῦρος, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 9. - Ἐπιρρ. –δῶς, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 ombreux;
2 obscur, sombre.
Étymologie: σκιά, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / σκιώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σκιά
σκιερός
νεοελλ.
1. μτφ. όμοιος με σκιά
2. συνεκδ. πολύ άτονος, σχεδόν ανύπαρκτος («σκιώδης αντίσταση»)
3. φρ. «σκιώδης κυβέρνηση» — ομάδα στελεχών την οποία συγκροτεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντίστοιχη με το κυβερνητικό σχήμα του κόμματος που βρίσκεται την εξουσία, με ανάλογο καταμερισμό τομέων-υπουργείων και τίτλων τών επικεφαλής τους, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί καλύτερα την εξέλιξη τών διαφόρων θεμάτων και το κοινοβουλευτικό έργο, αλλά και να είναι έτοιμο να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση αμέσως μόλις αναλάβει αυτό την εξουσία
μσν.-αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σκιώδη
τα σκοτεινά πάθη της ψυχής («ὅπως παύσῃς τὰ σκιώδη καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν», Μηναί.)
αρχ.
1. (για χρώμα) σκοτεινός, σκούρος
2. (για εποχή του έτους) νεφελώδης, ομιχλώδης («φθινόπωρον σκιῶδες, ἐπινέφελον», Ιπποκρ.).
επίρρ...
σκιωδῶς ΜΑ
σκοτεινά.
Greek Monotonic
σκιώδης: -ες, συνηρ. από σκιο-είδης, σκοτεινός, σκιερός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σκιώδης: 1) дающий тень (πέτρα Eur.);
2) покрытый тенью, тенистый (τὰ βαθέα Plut.);
3) темный (τὰ χρώματα Arst.).