συναπτικός: Difference between revisions
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(39) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, / [[συναπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συνάπτω]]<br />[[κατάλληλος]] στο να συνάπτει, [[συνδετικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύναψη]] τών νευρικών κυττάρων («[[συναπτικός]] [[χώρος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συναπτική [[σχισμή]]»<br /><b>βιολ.</b> [[χώρος]] [[μεταξύ]] τών πλασματικών μεμβρανών στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, με [[πλάτος]] ίσο ή λίγο μεγαλύτερο τών 20 νανομέτρων<br />β) «συναπτικό [[κυστίδιο]]»<br /><b>βιολ.</b> καθένα από τα στρογγυλά κυστίδια που απελευθερώνονται στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, [[κατά]] τη [[διέγερση]] από μια νευρική ώση<br />γ) «συναπτική [[μεταβίβαση]]»<br /><b>βιολ.</b> η [[μεταβίβαση]] τών μηνυμάτων που γίνεται [[μεταξύ]] τών συνάψεων δύο νευρικών κυττάρων ή [[μεταξύ]] ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου<br /><b>αρχ.</b><br />1.(για το [[ψύχος]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να πήζει, να παγώνει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συναπτικὸς [[σύνδεσμος]]» ή, [[απλώς]], «[[συναπτικός]]» — [[συμπλεκτικός]] [[σύνδεσμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συναπτικῶς</i> Α<br />[[συναπτώς]]. | |mltxt=-ή, -ό, / [[συναπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συνάπτω]]<br />[[κατάλληλος]] στο να συνάπτει, [[συνδετικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύναψη]] τών νευρικών κυττάρων («[[συναπτικός]] [[χώρος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συναπτική [[σχισμή]]»<br /><b>βιολ.</b> [[χώρος]] [[μεταξύ]] τών πλασματικών μεμβρανών στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, με [[πλάτος]] ίσο ή λίγο μεγαλύτερο τών 20 νανομέτρων<br />β) «συναπτικό [[κυστίδιο]]»<br /><b>βιολ.</b> καθένα από τα στρογγυλά κυστίδια που απελευθερώνονται στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, [[κατά]] τη [[διέγερση]] από μια νευρική ώση<br />γ) «συναπτική [[μεταβίβαση]]»<br /><b>βιολ.</b> η [[μεταβίβαση]] τών μηνυμάτων που γίνεται [[μεταξύ]] τών συνάψεων δύο νευρικών κυττάρων ή [[μεταξύ]] ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου<br /><b>αρχ.</b><br />1.(για το [[ψύχος]]) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να πήζει, να παγώνει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συναπτικὸς [[σύνδεσμος]]» ή, [[απλώς]], «[[συναπτικός]]» — [[συμπλεκτικός]] [[σύνδεσμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συναπτικῶς</i> Α<br />[[συναπτώς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συναπτικός:''' <b class="num">II</b> ὁ грам. сочинительный союз.<br />грам. соединительный, сочинительный ([[σύνδεσμος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of adjusting, τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα Phld.Piet.8. II Gramm., σ. σύνδεσμος or ὁ σ. alone, hypothetical conjunction (εἰ, εἴπερ, etc.), Chrysipp.Stoic.2.68, D.T. 642.32, Plu.2.386f, A.D.Conj.218.11. Adv. -κῶς, gloss on αὐτοσχεδόν, Sch.Hes.Sc.189; on ἄφαρ, Sch.D Od.2.169. III = συστρεπτικός, of cold, Gal.17(2).37.
German (Pape)
[Seite 1003] ή, όν, verbindend, anknüpfend, σύνδεσμος, Plut. de εἰ ap. Delph. 6; adv. συναπτικῶς, = εὐθέως, ἄφαρ, Schol. Od. 2, 169.
Greek (Liddell-Scott)
συναπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς σύναψιν, συνδετικός, συμπλεκτικός, σ. σύνδεσμος ἢ μόνον ὁ σ., σύνδεσμος συμπλεκτικός, Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a la propriété de marquer la connexion ; t. de gramm. συναπτικὸς συνδεσμός PLUT conjonction marquant la connexion, c. εἰ, εἴπερ, etc. ; t. de gramm. corrélatif.
Étymologie: συνάπτω.
Greek Monolingual
-ή, -ό, / συναπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνάπτω
κατάλληλος στο να συνάπτει, συνδετικός
νεοελλ.
1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύναψη τών νευρικών κυττάρων («συναπτικός χώρος»)
2. φρ. α) «συναπτική σχισμή»
βιολ. χώρος μεταξύ τών πλασματικών μεμβρανών στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, με πλάτος ίσο ή λίγο μεγαλύτερο τών 20 νανομέτρων
β) «συναπτικό κυστίδιο»
βιολ. καθένα από τα στρογγυλά κυστίδια που απελευθερώνονται στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, κατά τη διέγερση από μια νευρική ώση
γ) «συναπτική μεταβίβαση»
βιολ. η μεταβίβαση τών μηνυμάτων που γίνεται μεταξύ τών συνάψεων δύο νευρικών κυττάρων ή μεταξύ ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου
αρχ.
1.(για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει, να παγώνει
2. φρ. «συναπτικὸς σύνδεσμος» ή, απλώς, «συναπτικός» — συμπλεκτικός σύνδεσμος.
επίρρ...
συναπτικῶς Α
συναπτώς.
Greek Monolingual
-ή, -ό, / συναπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνάπτω
κατάλληλος στο να συνάπτει, συνδετικός
νεοελλ.
1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύναψη τών νευρικών κυττάρων («συναπτικός χώρος»)
2. φρ. α) «συναπτική σχισμή»
βιολ. χώρος μεταξύ τών πλασματικών μεμβρανών στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, με πλάτος ίσο ή λίγο μεγαλύτερο τών 20 νανομέτρων
β) «συναπτικό κυστίδιο»
βιολ. καθένα από τα στρογγυλά κυστίδια που απελευθερώνονται στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, κατά τη διέγερση από μια νευρική ώση
γ) «συναπτική μεταβίβαση»
βιολ. η μεταβίβαση τών μηνυμάτων που γίνεται μεταξύ τών συνάψεων δύο νευρικών κυττάρων ή μεταξύ ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου
αρχ.
1.(για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει, να παγώνει
2. φρ. «συναπτικὸς σύνδεσμος» ή, απλώς, «συναπτικός» — συμπλεκτικός σύνδεσμος.
επίρρ...
συναπτικῶς Α
συναπτώς.
Russian (Dvoretsky)
συναπτικός: II ὁ грам. сочинительный союз.
грам. соединительный, сочинительный (σύνδεσμος Plut.).