τόρμος: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τόρμος:''' ὁ, οποιαδήποτε οπή ή [[κοιλότητα]], στην οποία μπήγεται [[καρφί]] ή [[πάσσαλος]], σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.). | |lsmtext='''τόρμος:''' ὁ, οποιαδήποτε οπή ή [[κοιλότητα]], στην οποία μπήγεται [[καρφί]] ή [[πάσσαλος]], σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τόρμος:''' ὁ<b class="num">1)</b> просверленное отверстие Her.;<br /><b class="num">2)</b> стержень, колышек, шип Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:46, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A hole or socket, in which a pin or peg is stuck, Hdt.4.72, D.S. 2.8; mortise, Inscr.Délos 504 A7 (iii B. C.), IG22.1672.175; nave of a wheel, like πλήμνη, Hsch., Phot. II tenon, Ph.Bel. 55.11, 64.15, Hero Bel.95.5, Apollod.Poliorc.178.2. 2 projecting peg or pivot, Hero Bel.88.4.—Dim. τορμίον, τό, small projecting peg, Ph.Bel.75.42.
German (Pape)
[Seite 1130] ὁ, 1) ein jedes Loch, worin ein Zapfen gesteckt wird, Her. 4, 72; vgl. Wessel. D. Sic. 2, 8; bes. die Büchse im Rade, πλήμνη; auch die Thürangeln, VLL. – 2) = τέρμα, das Ziel, in der Rennbahn die Stelle, wo die Pferde umbiegen, καμπή, die Kehre, ἱππικοὶ τόρμοι Lycophr. 487.
Greek (Liddell-Scott)
τόρμος: ὁ, ὀπή, ἢ κοιλότης εἰς ἣν προσαρμόζεται γόμφος ἢ πάσσαλος, Ἡρόδ. 4. 72, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 2. 8· «τόρμος, ἡ πλήμ(ν)η εἰς ἣν ὁ ἄξων ἐνήρμοσται» Φώτ., Ἡσύχ.· τὸ τρῆμα ἐν ᾧ στρέφονται οἱ στροφεῖς θύρας, Βιτρούβ.· - ὑποκορ. τόρμιον, τό, Φίλων ἐν τοῖς Ἀρχ. Μαθ. σ. 75.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
trou pour un pivot (écrou, moyeu, etc.).
Étymologie: DELG terme techn. pê apparenté à τείρω, τετραίνω, τορέω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
κοίλωμα στο άκρο ενός ξύλινου ή μεταλλικού τεμαχίου μέσα στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει άλλο τεμάχιο έτσι ώστε τα δύο σώματα να συνδεθούν ισχυρά και να συμπεριφέρονται μηχανικά ως ενιαίο σώμα
νεοελλ.
μικρή προεξοχή μεταλλικού, ξύλινου ή πλαστικού εξαρτήματος που μπορεί να μπει σε αντίστοιχη υποδοχή ή εγκοπή άλλου εξαρτήματος ώστε να πραγματοποιείται η σύνδεση τών δύο ή να επιβραδύνεται η κίνηση του ενός από αυτά, κν. δόντι
αρχ.
1. αυλάκωμα
2. σφήνα
3. καρφί, γόμφος που προεξέχει
4. (κατά τον Φώτ.) «ἡ πλήμ(ν)η [τοῡ τροχοῡ] εἰς ἣν ὁ ἄξων ἐνήρμοσται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει ποικιλία σημ. (βλ. και λ. τόρμη). Η σημ. «οπή, κοιλότητα» θα επέτρεπε τη σύνδεση της λ. με το ρ. τείρω «διατρυπώ». Έχει, όμως, προταθεί από άλλους μελετητές και η σύνδεση με διάφορους τ. γερμανικής προέλευσης με σημ. «έντερο» (πρβλ. αρχ. νορβ. parmr, γερμ. Darm)) ή, τέλος, με το χεττ. tarma- «καρφί, αστράγαλος»].
Greek Monotonic
τόρμος: ὁ, οποιαδήποτε οπή ή κοιλότητα, στην οποία μπήγεται καρφί ή πάσσαλος, σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
τόρμος: ὁ1) просверленное отверстие Her.;
2) стержень, колышек, шип Diod.