χαριτόω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαρῐτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[χάρις]]), [[δείχνω]] [[χάρη]], [[ευγνωμοσύνη]] σε κάποιον, <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., έχω λάβει [[χάρη]], έχω ωφεληθεί υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''χαρῐτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[χάρις]]), [[δείχνω]] [[χάρη]], [[ευγνωμοσύνη]] σε κάποιον, <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., έχω λάβει [[χάρη]], έχω ωφεληθεί υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰρῐτόω:''' осыпать милостями, осенять благодатью NT.
}}
}}

Revision as of 05:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρῐτόω Medium diacritics: χαριτόω Low diacritics: χαριτόω Capitals: ΧΑΡΙΤΟΩ
Transliteration A: charitóō Transliteration B: charitoō Transliteration C: charitoo Beta Code: xarito/w

English (LSJ)

   A show grace to any one, τῆς χάριτος ἧς ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς Ep.Eph.1.6:—Med. χαριτώσομαι I will bestow favour upon thee, BGU 1026 xxiii 24 (iv A. D.):—Pass., to have grace shown one, to be highly favoured, LXX Si.18.17, Ev.Luc.1.28; πρὸς πάντας ἀνθρώπους Aristeas 225, cf. Heph.Astr.1.1; ὄμμα στροφαῖς -ούμενον prob. in Lib.Descr.30.12.

German (Pape)

[Seite 1339] angenehm, lieblich od. reizvoll machen, Sp., wie LXX. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτόω: πληρῶ τινα χάριτος, τινα εἰς μορφὴν Ρήτορες (Walz) τ. 1, 429. ΙΙ. δεικνύω εὔνοιαν καὶ χάριν πρός τινα, τινα Ἐπιστολ. πρὸς Ἐφ. α΄, 6. - Παθ., λαμβάνω δείγματα χάριτος καὶ εὐνοίας παρά τινος, μεγάλως εὐνοοῦμαι ὑπό τινος, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΗ΄, 17), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 28.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 remplir de la grâce divine ; Pass. être rempli de la grâce divine;
2 rendre gracieux.
Étymologie: χάρις.

English (Strong)

from χάρις; to grace, i.e. indue with special honor: make accepted, be highly favoured.

English (Thayer)

χαρίτω: 1st aorist ἐχαριτωσα; perfect passive participle κεχαριτωμένος; (χάρις);
1. to make graceful i. e. charming, lovely, agreeable: passive, ταῖς διαλοξοις στροφαῖς χαριτουμενος ὀφρυν, Libanius, vol. iv., p. 1071,14.
2. to pursue with grace, compass with favor; to honor with blessings: τινα, R. V. marginal reading endued frith grace)); Symm.; (Hermas, sim. 9,24, 3 [ET]; Test xii. Patr. test. Joseph. 1); ecclesiastical and Byzantine writings.

Greek Monotonic

χαρῐτόω: μέλ. -ώσω (χάρις), δείχνω χάρη, ευγνωμοσύνη σε κάποιον, τινά, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., έχω λάβει χάρη, έχω ωφεληθεί υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

χᾰρῐτόω: осыпать милостями, осенять благодатью NT.