κιρρός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κιρρός:''' лимонно-желтый или янтарного цвета ([[ἱμάτιον]] Sext.).
|elrutext='''κιρρός:''' лимонно-желтый или янтарного цвета ([[ἱμάτιον]] Sext.).
}}
{{elnl
|elnltext=κιρρός -ά -όν geelachtig:. κιρρὸς οἶνος witte wijn Hp. Acut. 52.
}}
}}

Revision as of 07:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρρός Medium diacritics: κιρρός Low diacritics: κιρρός Capitals: ΚΙΡΡΟΣ
Transliteration A: kirrós Transliteration B: kirros Transliteration C: kirros Beta Code: kirro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A orange-tawny, between πυρρός and ξανθός, οἶνος Hp. Acut.52, cf. Arist.Fr.307, Mnesith. ap. Ath.1.32d, Nic.Al.44; τροχίσκος ὁ κ. Antyll. ap. Orib.10.24.10.

Greek (Liddell-Scott)

κιρρός: -ά, -όν, κιτρινωπὸς μεταξὺ τοῦ πυρρὸς καὶ ξανθός, οἶνος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 32D, Νικ. Ἀλεξιφ. 44.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
orange, fauve (entre πυρρός et ξανθός).
Étymologie: DELG pas d’étym. sûre.

Spanish

anaranjado

Greek Monolingual

κιρρός, -ά, -όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, -άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η σύνδεση με λιθουαν. šiřmas, šiřvas «γκρι, γκρι-μπλε» προσκρούει σε σημασιολογικές και μορφολογικές διαφορές. Εξίσου αμφίβολη είναι και η σύνδεση με μέσ. ιρλδ. ciar «φαιός» και ρωσ. sěryj «γκρι».
ΠΑΡ. αρχ. κιρρίς
μσν.
κιρράζω, κιρρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κιρροειδής
αρχ.
κιρροκοιλάδιον. (Β' συνθετικό) αρχ. έγκιρρος, υπόκιρρος].

Russian (Dvoretsky)

κιρρός: лимонно-желтый или янтарного цвета (ἱμάτιον Sext.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιρρός -ά -όν geelachtig:. κιρρὸς οἶνος witte wijn Hp. Acut. 52.