περιγνάμπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιγνάμπτω:''' огибать, объезжать (Μάλειαν Hom.).
|elrutext='''περιγνάμπτω:''' огибать, объезжать (Μάλειαν Hom.).
}}
{{elnl
|elnltext=περι-γνάμπτω ronden, omheen varen.
}}
}}

Revision as of 07:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιγνάμπτω Medium diacritics: περιγνάμπτω Low diacritics: περιγνάμπτω Capitals: ΠΕΡΙΓΝΑΜΠΤΩ
Transliteration A: perignámptō Transliteration B: perignamptō Transliteration C: perignampto Beta Code: perigna/mptw

English (LSJ)

   A double a headland, Μάλειαν Od.9.80 ; ἄκρην A.R.2.364.    2 intr., curve, ὀρθαὶ ἑκάτερθε π. κεραῖαι Arat.790.    3 bend, στάχυν Nonn.D.41.225 : metaph., φρένα π. κεστῷ ib.8.174.

German (Pape)

[Seite 572] umbiegen, umlenken, Hom. vrbdt μὲ – περιγνάμπτοντα Μάλειαν, Od. 9, 80, als ich um Maleia herumbog, mit dem Schiffe.

Greek (Liddell-Scott)

περιγνάμπτω: περικάμπτω (ἄκραν), περιπλέω, περιγνάμπτοντα Μάλειαν Ὀδ. Ι. 80· ἄκρην Ἀπολλ. Ροδ. Β. 364·

English (Autenrieth)

double a cape, in nautical sense, part., Od. 9.80†.

Greek Monolingual

ΜΑ
κάμπτω, κλίνω, λυγίζω
αρχ.
1. προχωρώντας ή οδηγώντας παρακάμπτω κάτι και το προσπερνώ
2. (για πλοίο) περιπλέω ακρωτήριο, παρακάμπτω, καβατζάρω
3. κυρτώνομαι, λυγίζω
4. μτφ. εξαναγκάζω κάποιον να μεταβάλει γνώμη, τον κάνω να καμφθεί, να ενδώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γνάμπτω «κάμπτω»].

Greek Monotonic

περιγνάμπτω: μέλ. -ψω, παρακάμπτω ένα ακρωτήριο, Μάλειαν, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

περιγνάμπτω: огибать, объезжать (Μάλειαν Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-γνάμπτω ronden, omheen varen.