προσκύπτω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσκύπτω:''' нагибаться, наклоняться (προσκύψας μοι πρὸς τὸ [[οὖς]] Plat.): ἔλεγεν [[ἄττα]] προσκεκῡφώς Plat. наклонившись, он что-то сказал (ему). | |elrutext='''προσκύπτω:''' нагибаться, наклоняться (προσκύψας μοι πρὸς τὸ [[οὖς]] Plat.): ἔλεγεν [[ἄττα]] προσκεκῡφώς Plat. наклонившись, он что-то сказал (ему). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-κύπτω voorover buigen naar:. ὅταν... προσκύψασα φιλήσῃ wanneer zij zich voorover buigt om mij te kussen Aristoph. Ve. 608; προσκύψας μοι μικρὸν πρὸς τὸ οὖς na zich een beetje naar mijn oor gebogen te hebben Plat. Euthyd. 275e. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 1 January 2019
English (LSJ)
A stoop to or over one, ὅταν . . προσκύψασα φιλήσῃ Ar.V. 608; ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφώς Pl.R.449b; π. τινὶ πρὸς τὸ οὖς lean towards one and whisper in his ear, Id.Euthd.275e; πρὸς τὸ οὖς cj. in Thphr.Char.2.10; π. πρός τινα Ath.5.181f; προσεκεκύφει τῇ γῇ Longin.Rh.p.180 H.
German (Pape)
[Seite 771] sich wohin bücken, neigen; προσκύψασα φιλήσῃ, Ar. Vesp. 608; ἔλεγεν ἄττα προσκεκυφώς, Plat. Rep. V, 449 b; πρὸς τὸ οὖς, um ins Ohr zu flüstern, Euthyd. 275 e; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 849.
Greek (Liddell-Scott)
προσκύπτω: κύπτω πρός τινα, ὅταν… προσκύψασα φιλήσῃ Ἀριστοφ. Σφ. 608· ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφὼς Πλάτ. Πολ. 449Β· πρ. τινὶ πρὸς τὸ οὖς, κύπτω πρός τινα καὶ ψιθυρίζω πρὸς τὸ οὖς αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 275Ε· οὕτω, πρ. πρός τινα Ἀθήν. 181F.
French (Bailly abrégé)
se pencher vers, avec πρός et l’acc..
Étymologie: πρός, κύπτω.
Greek Monolingual
ΜΑ κύπτω
μσν.
σκύβω προς τα έξω, γέρνω από το παράθυρο ή από τον εξώστη
αρχ.
κλίνω, γέρνω προς κάποιον, σκύβω.
Greek Monotonic
προσκύπτω: μέλ. -ψω, παρακ. -κέκῡφα· σκύβω προς ή επάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.· προσκύπτω τινὶτὸ οὖς, σκύβω προς το μέρος κάποιου και ψιθυρίζω στο αυτί του, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προσκύπτω: нагибаться, наклоняться (προσκύψας μοι πρὸς τὸ οὖς Plat.): ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφώς Plat. наклонившись, он что-то сказал (ему).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κύπτω voorover buigen naar:. ὅταν... προσκύψασα φιλήσῃ wanneer zij zich voorover buigt om mij te kussen Aristoph. Ve. 608; προσκύψας μοι μικρὸν πρὸς τὸ οὖς na zich een beetje naar mijn oor gebogen te hebben Plat. Euthyd. 275e.