σίδη: Difference between revisions
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σίδη:''' (ῑ) ἡ гранат (дерево или плод) Emped., Plut. | |elrutext='''σίδη:''' (ῑ) ἡ гранат (дерево или плод) Emped., Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σίδη -ης, ἡ granaatappel(boom). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,= ῥόα,
A pomegranate tree and fruit, Emp.80, Hp.Nat.Mul. 32, Ulc.11: Boeot. σίδα for Att. ῥόα, Epaminond. ap. Agatharch.Fr. Hist.8 J.; σιδέα, IG14.352 i 54 (Halaesa, pl.); σίβδα, Call.Lav.Pall. 28. II a water-plant growing near Orchomenos in Boeotia, = νυμφαία, Thphr.HP 4.10.1, Nic.Th.887. [ῑ in signf. 1, ib.72,870, etc.; but ῐ in signf. 1, Emp. l.c., and in signf. 11, Nic.Th.887; cf. σίδιον, σιδόεις.]
German (Pape)
[Seite 879] ἡ, auch σίβδη, 1) Granate, Granatapfel, Baum u. Frucht, malum punicum, dor. = ῥόα, ῥοιά; Sp., wie Nic. Th. 72. 870 Al. 489. 622 [ι]. – 2) eine böotische Wasserpflanze, bes. um Orchomenos, vielleicht nymphaea alba; Theophr.; Nic. Th. 887; Ath. XIV, 651. – [Ι kurz, wie in allen Ableitungen auch von σίδη 1.]
Greek (Liddell-Scott)
σίδη: ἡ, = ῥόα, δένδρον καὶ καρπὸς ῥοιᾶς, ἡ «ῥοδιὰ» καὶ τὸ «ῥῷδι» ἢ «ῥόϊδο», Ἐμπεδ. 287, Ἱππ., Νικ. (ἴδε κατωτ.)· σιδέα ἔν τινι Σικελ. Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5594)· σίβδα παρὰ Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλ. 28. ΙΙ. ἔνυδρόν τι φυτὸν παρὰ τὸν Ὀρχομενὸν ἐν Βοιωτίᾳ, ἴσως τὸ Λατ. Nympheae alba, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1, κτλ. [ῑ ἐπὶ τῆς σημασ. Ι, Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. Θηρ. 72, 870, κτλ., καὶ οὕτως ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, ἴδε σίδιον· ῐ ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ, αὐτόθι 887]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Θεόφραστος (4, 11) φυτὸν ἕτερον τῆς ῥοιᾶς φησιν εἶναι τὴν σίδην, φύεσθαι δὲ ἐν τῷ Νείλῳ».
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
1 grenadier et grenade (dor. p. ῥοιά);
2 p. ext. pelure de grenade.
Étymologie: DELG emprunt.
2ης (ἡ) :
plante aquatique des environs d’Orchomène, pê nénuphar blanc.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σίθδη και δωρ. τ. σίβδα και βοιωτ. τ. σίδα και σιδέα, Α
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας μαλβίδες της τάξης μαλβώδη, με 200 περίπου είδη που φύονται στην Αφρική, στην Αμερική και στην Αυστραλία
αρχ.
1. το φυτό ροδιά, καθώς και ο καρπός του
2. ποώδες και υδροχαρές φυτό, το οποίο ευδοκιμούσε στον Ορχομενό της Βοιωτίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την επικρατέστερη άποψη, για δάνεια λ. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από τη σημ. της λ. (πρβλ. ονόματα φυτών) όσο και από τη μορφολογική της ποικιλία (πρβλ. ξίμβαι). Υπάρχει, ωστόσο, και η άποψη ότι η λ. προέρχεται από τον τ. sida «κόκκινος» του προελλ. γλωσσ. υποστρώματος (πρβλ. σίδηρος)].
Greek Monotonic
σίδη: ἡ, δέντρο ροδιά, καρπός της ροδιάς, ρόδι.
Russian (Dvoretsky)
σίδη: (ῑ) ἡ гранат (дерево или плод) Emped., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίδη -ης, ἡ granaatappel(boom).