ἁλοσύδνη: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(1) |
(1) |
||
Line 19: | Line 19: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἁλοσύδνη:''' ἡ рожденная морем (эпитет Афродиты и Фетиды) Hom. | |elrutext='''ἁλοσύδνη:''' ἡ рожденная морем (эпитет Афродиты и Фетиды) Hom. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: epithet of Thetis Υ 207, the Nereids A. R. 4, 1599, name of a sea-goddess δ 404. Meaning unknown.<br />Dialectal forms: Myc. <b class="b2">a₂ro[ ]udopi</b> has been interpreted as \/<b class="b2">halos hudo(t)phi</b>\/.<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [878] <b class="b2">*sh₂el-</b> 'salt'; [78] <b class="b2">*ued-</b> [[water]]<br />Etymology: Connected with <b class="b3">ἅλς</b> and <b class="b3">ὕδωρ</b> as "Wave of the sea", s. <b class="b3">ὕδωρ</b>. - <b class="b3">ὕδναι ἔγγονοι</b>, <b class="b3">σύντροφοι</b> and <b class="b3">ὕδνης εἰδώς</b>, <b class="b3">ἔμπειρος</b> H. can have been extracted from <b class="b3">ἁλοσύδνη</b>. The relevance of the Myc. word(s) is unclear. Cf. DELG. - The meaning, though, is not very clear, and the form <b class="b2">aCVC-udn-</b> is typically Pre-Greek. Chantraine's <b class="b3">Καλυδών</b>, <b class="b3">-ύδνα</b> (typically Pre-Greek) is an example; cf. <b class="b3">Καλυκαδνος</b>. Schwyzer 475.5 asks whether the nom. was <b class="b3">-υδνα</b>, in which case Pre-Greek origin is even more probable. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 2 January 2019
German (Pape)
[Seite 109] ἡ, Meergöttin, vielleicht eigentl. = aus dem Meere entsprossen, verw. ὕδνης, vgl. ὑδατοσύδνη; Hom. zweimal, Iliad. 20, 207 Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης, Od. 4, 404 φῶκαι νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης, wohl der Amphitrite; – Ap. Rh. 4, 1599 nennt die Nereiden θύγατρες ἁλοσύδναι, wo der Schol. erkl. θαλάσσιαι, ἀπὸ τοῦ ἐν ἁλὶ δύνειν.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλοσύδνη: ἡ, = ἡ ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθεῖσα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Δ. 404, ἔνθα αἱ φῶκαι καλοῦνται τέκνα τῆς Ἁλοσύδνης· ὡς προσηγορ. ἐν Ἰλ. Υ. 207, ἔνθα ἡ Θέτις ἀποκαλεῖται καλλιπλόκαμος ἁλ., καλλίκομον τέκνον τῆς θαλάσσης: οὕτως αἱ Νηρηίδες ὀνομάζονται ἁλοσύδναι ὑπὸ Ἀπολλ. Ροδ. Δ.1599· καὶ Νηρηίς τις Ὑδατοσύδνη ὑπὸ Καλλ. Ἀποσπ. 347. (Ἡ συλλαβὴ συ- παράγεται πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ υἱός, πρβλ. Σανσκρ. su, sû, (generare): ἡ κατάληξις -δνη παραβάλλεται πρὸς τὰς λέξεις ἔχιδνα, βασίλιννα, Δίκτυννα, κτλ.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
fille de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, et ὕδνη pour *σύδνη apparenté au grec υἱός.
English (Autenrieth)
child of the sea; Thetis, Il. 20.207; Amphitrīte, Od. 4.404.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
epít. de diosas marinas, quizá hija del mar, marina de Tetis Il.20.207, de las Nereidas, A.R.4.1599
•tal vez Anfitrita (o el mar) ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης ἁθρόαι εὕδουσιν Od.4.404, γλίσχρ' ἁλοσύδνης τέκνα de diferentes conchas marinas, Nic.Fr.83, cf. Hsch.
• Etimología: De ἁλοσ- (cf. ἅλς) y -υδνη, deriv. c. nasal de ὕδωρ.
Greek Monolingual
ἁλοσύδνη, η (Α)
αυτή που γεννήθηκε από τη θάλασσα ή ανήκει σ’ αυτήν, η θαλασσογεννημένη (κυρίως ως επίθετο τών Νηρηίδων και της Θέτιδος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. < ἅλς, -ός + -ὐδνη < θ. της λ. ὕδωρ. Η ετυμολογική συσχέτιση της λ. με τα αρχ. ὕδναι «έγγονοι, σύντροφοι» και ὕδνης «ειδώς, έμπειρος» γεννούν ερμηνευτικές δυσχέρειες].
Russian (Dvoretsky)
ἁλοσύδνη: ἡ рожденная морем (эпитет Афродиты и Фетиды) Hom.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: epithet of Thetis Υ 207, the Nereids A. R. 4, 1599, name of a sea-goddess δ 404. Meaning unknown.
Dialectal forms: Myc. a₂ro[ ]udopi has been interpreted as \/halos hudo(t)phi\/.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [878] *sh₂el- 'salt'; [78] *ued- water
Etymology: Connected with ἅλς and ὕδωρ as "Wave of the sea", s. ὕδωρ. - ὕδναι ἔγγονοι, σύντροφοι and ὕδνης εἰδώς, ἔμπειρος H. can have been extracted from ἁλοσύδνη. The relevance of the Myc. word(s) is unclear. Cf. DELG. - The meaning, though, is not very clear, and the form aCVC-udn- is typically Pre-Greek. Chantraine's Καλυδών, -ύδνα (typically Pre-Greek) is an example; cf. Καλυκαδνος. Schwyzer 475.5 asks whether the nom. was -υδνα, in which case Pre-Greek origin is even more probable.