ἄσωτος: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄσωτος:''' -ον ([[σώζω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] σωτηρίας, [[απεγνωσμένος]], εγκαταλειμμένος, [[άσωτος]], [[έκλυτος]], Λατ. [[perditus]], σε Σοφ., Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ἄσωτος]] γένει, αυτός που φέρνει την [[καταστροφή]], την [[κατάρα]] στο [[γένος]], [[ολέθριος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἄσωτος:''' -ον ([[σώζω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[ελπίδα]] σωτηρίας, [[απεγνωσμένος]], εγκαταλειμμένος, [[άσωτος]], [[έκλυτος]], Λατ. [[perditus]], σε Σοφ., Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ἄσωτος]] γένει, αυτός που φέρνει την [[καταστροφή]], την [[κατάρα]] στο [[γένος]], [[ολέθριος]], σε Αισχύλ.
}}
{{etym
|etymtx=[[ἀσωτία]] See also: [[σωός]]
}}
}}

Revision as of 23:40, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσωτος Medium diacritics: ἄσωτος Low diacritics: άσωτος Capitals: ΑΣΩΤΟΣ
Transliteration A: ásōtos Transliteration B: asōtos Transliteration C: asotos Beta Code: a)/swtos

English (LSJ)

ον, (σῴζω)

   A having no hope of safety, in desperate case, Arist. Pr.962b5. Adv. -τως, ἔχειν to be past recovery, Plu.2.918d.    II in moral sense, abandoned, τᾶς ἀσώτου Σισυφιδᾶν γενεᾶς S.Aj.189 (lyr.); spendthrift, Pl.Lg.743b, Arist.EN1107b12, 1120a1, al.: Sup., D.C.67.6; profligate, Vett.Val.18.2. Adv. -τως Theopomp.Hist. 217a, D.40.58, Ev.Luc.15.13: Comp. -ότερον D.C.62.27.    III Act., ἄσωτος γένει bringing destruction on the race, A.Ag.1597.

German (Pape)

[Seite 382] 1) nicht heilsam, βορὰ γένει ἄσωτος Aesch. Ag. 1579. – 2) heillos, der nicht zu retten ist, ἀσώτως ἔχειν, von Kranken, Ggstz σωτηρίως, Plut. qu. nat. 26; gew. von sittlicher Verdorbenheit, Σισυφιδᾶν γένος Soph. Ai. 189; καὶ πονηρός Dem. 45, 76. Bes. der für sinnliche Lüfte alles verschwendet, Arist. Eth. Nic. 4, 1 τοὺς ἀκρατεῖς καὶ εἰς ἀκολασίαν δαπανηροὺς ἀσώτους καλοῦμεν. Vgl. ἀσωτία. – Adv., ἀσώτως καὶ πολυτελῶς ζῆν Dem. 40, 58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui ne peut être sauvé;
2 perdu ; misérable, détestable;
II. non salutaire, funeste à, τινι.
Étymologie: ἀ, *σόω, cf. σῴζω.

Spanish (DGE)

-ον
I gener. de pers.
1 que no tiene salvación, desahuciado Arist.Pr.962b5
fig. en estado desesperado de un amante ἱκέτην ἔχεις ἄσωτον tienes (en mí) a un suplicante rendido X.Eph.1.4.5
en sent. moral que no tiene remedio, perdido Clem.Al.Paed.2.1.7 (cf. I 3).
2 pródigo, despilfarrador Pl.Lg.743b, unido a ἀνελεύθερος Arist.EN 1107b11, νεανίσκος Ach.Tat.2.13.1, νέος Aesop.179.1, 2, cf. Plu.2.60d, 88f, Ath.165d, 166c
neutr. compar. como adv. ἀσωτότερον τῇ οὐσίᾳ ... κατεχρήσατο D.C.62.27.2 (p.62)
fig. derrochador en el hablar charlatán Eun.VS 481.
3 disoluto, libertino, desenfrenado παιγνιά Dam.Mus.B 3, βίος Plb.14.12.3, συμπόσιον Hld.5.29.2, γαστήρ del que vive sólo para los placeres materiales, Amph.Seleuc.121, de pers., Epicur.Ep.[4] 131, Sent.[5] 10, Aesop.88, Plu.2.6b, 1089a, Longus 4.17.3, D.C.67.6.3, 75.15.7, Vett.Val.17.8, de los pretendientes en la Od., Plu.2.730c
de mujeres desenfrenada, lasciva LXX Pr.7.11, Aristaenet.2.12.19
como tít. de comedias ὁ Ἄ. El libertino Timostr.1, plu. οἱ Ἄ. Euthycl.1 (obra tb. llamada ἡ Ἐπιστολή), Antiph.46.
II de abstr. que trae la perdición βορὰν ἄσωτον ... γένει ref. al banquete de Tiestes, A.A.1597, τᾶς ἀσώτου Σισυφιδᾶν γενεᾶς S.Ai.190, ἐπιβουλαί PLugd.Bat.13.9.6 (IV d.C.).
III adv. -ως
1 sin remedio ἔχειν Plu.2.918d.
2 pródigamente ζῆν Theopomp.Hist.224, D.40.58, Eu.Luc.15.13, διακεῖσθαι Isoc.15.5, cf. Plu.Galb.16
de manera lujuriosa δειπνεῖν Polyaen.4.3.32.
3 de manera disoluta ζῆν D.C.57.13.3.

• Etimología: v. σῴζω

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM ἄσωτος, -ον) (Ι) σώζω
σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση
2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον
3. φρ. «ἀσώτως ἔχω» — κινδυνεύει η ζωή μου.———————— (II)
-η, -ο
άσωστος.

Greek Monotonic

ἄσωτος: -ον (σώζω
I. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, απεγνωσμένος, εγκαταλειμμένος, άσωτος, έκλυτος, Λατ. perditus, σε Σοφ., Αριστ.
II. Ενεργ., ἄσωτος γένει, αυτός που φέρνει την καταστροφή, την κατάρα στο γένος, ολέθριος, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

ἀσωτία See also: σωός