κιθάρα: Difference between revisions
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
(3) |
(2) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κῐθάρᾱ:''' ион. [[κιθάρη|κῐθάρη]] (θᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> кифара (струнный инструмент, близкий к [[λύρα]] и [[φόρμιγξ]]) HH, Her., Plat. etc.;<br /><b class="num">2)</b> кифара (растение, якобы издававшее звуки кифары) Plut. | |elrutext='''κῐθάρᾱ:''' ион. [[κιθάρη|κῐθάρη]] (θᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> кифара (струнный инструмент, близкий к [[λύρα]] и [[φόρμιγξ]]) HH, Her., Plat. etc.;<br /><b class="num">2)</b> кифара (растение, якобы издававшее звуки кифары) Plut. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[lyre]] (IA.), also <b class="b3">κίθαρις</b>, <b class="b3">-ιος</b> f. (Il.; on the [Aeolic?] accent Schwyzer 385).<br />Other forms: Ion. <b class="b3">-ρη</b><br />Compounds: Compp., e. g. <b class="b3">κιθαρο-αοιδός</b> (Com.), usually contracted <b class="b3">κιθαρῳδός</b> (IA.) <b class="b2">lyre-singer</b> with <b class="b3">κιθαρῳδέω</b> etc., <b class="b3">ἀ-κίθαρις</b> <b class="b2">withou l.</b> (A.).<br />Derivatives: <b class="b3">κίθαρος</b> m. 1. [[thorax]] (Hp. Loc. Hom.; after the form); 2. name of a flatfish (Com., Arist.; after the form) with <b class="b3">κιθάριον</b> (Ptol. Euerg.); also <b class="b3">κιθαρῳδός</b> name of a fish in the Red Sea (Ael.; after the painting of the colours; Thompson Fishes s. v., Strömberg Fischnamen 38). - Denomin. verb <b class="b3">κιθαρίζω</b> <b class="b2">play the lyre</b>, also of string-instruments in gen. and of the accompanying songs (Il.; Schwyzer 736; on the meaning E. Diehl RhM N. F. 89, 96f.) with several derivv.: <b class="b3">κιθαριστύς</b> f. (Il.), <b class="b3">κιθάρισις</b> (Pl.), <b class="b3">-ισμός</b> (Call.) <b class="b2">playing the l., the art of ...</b>; attempt at semantic differentiation in Benveniste Noms d'agent 69, s. also Porzig Satzinhalte 181; <b class="b3">κιθάρισμα</b> <b class="b2">piece of music for the l.</b> (Pl.); <b class="b3">κιθαριστής</b> <b class="b2">l.-player etc.</b> (h. Hom. 25, 3, Hes.) with <b class="b3">-ίστρια</b> (Arist.), also <b class="b3">-ιστρίς</b> (Nic. Dam.), <b class="b3">-ιστικός</b> (Pl.), <b class="b3">-ιστήριος</b> (hell.) <b class="b2">belonging to the playing of ...</b>.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Pre-Greek. Wrong explanations from IE. and Semit. in Bq. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:05, 3 January 2019
English (LSJ)
Ion. κῐθάρ-η [θᾰ], ἡ,
A lyre, Hdt.1.24, Epich.79, E.Ion882 (anap.), etc.; cf. κίθαρις. II = κίθαρος, thorax, Hippiatr.46: in pl., ribs of the horse, ib.38.
German (Pape)
[Seite 1437] ἡ, 1) die Cither, ein Saiteninstrument, vgl. κίθαρις; Plat. Rep. III, 399 d u. Folgde; ἑπτάφθογγος Eur. Ion 882, Ἀσιάς Cycl. 443, öfter. Sie war von der λύρα unterschieden, durch Hermes erfunden. – 2) = κίθαρος, Brusthöhle, Brust, Sp. – 3) Bei Plut. de fluv. 3, 4 eine Pflanze.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθάρα: Ἰων. -ρη θᾰ, ἡ, τὸ Λατ. cithara (ὁπόθεν guitar), εἶδος λύρας ἢ φόρμιγγος, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 510, 515, Ἡρόδ. 1. 24, καὶ Ἀττ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. καὶ Ὀδ. ἀείποτε κίθαρις. ― Εἶχε σχῆμα τριγωνικόν, καὶ ἑπτὰ χορδὰς (ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Τερπάνδρου), Εὐρ. Ἴων 881· ἀλλ’ ηὐξήθη ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν βραδύτερον εἰς ἐννέα καὶ ἕνδεκα, Σουΐδ. ἐν λέξ. Τιμόθεος. Ἀδύνατον δὲ ἦτο νὰ διέφερε πολὺ ἀπὸ τῆς λύρας ἢ τῆς φόρμιγγος, (ἴδε λέξ. κιθαρίζω)· πρβλ. λεξικὸν τ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. λύρα. ΙΙ. = κίθαρος· ἐν τῷ πληθ. αἱ πλευραὶ τοῦ ἵππου, Ἱππίατρ. σ. 135.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 cithare, sorte de luth ou de lyre;
2 plante.
Étymologie: DELG emprunt orient. prob.
English (Strong)
of uncertain affinity; a lyre: harp.
English (Thayer)
κιθάρας, ἡ, a harp (cf. Stainer, Music of the Bible, chapter iv.; B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Harp): τοῦ Θεοῦ, to which the praises of God are sung in heaven, Winer s Grammar, § 36,3b. (From Homer h. Merc., Herodotus on.)
Greek Monolingual
ἡ (ΑΜ κιθάρα, Α ιων. τ. κιθάρη
στον Όμ. πάντοτε κίθαρις)
νεοελλ.
1. εξάχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με κρούση ή έλξη τών χορδών με τις άκρες τών δακτύλων
2. ναυτ. είδος τροχίλου με επιμήκη θήκη σχήματος 8
μσν.
1. θώρακας, στήθος, κίθαρος
2. στον πληθ. αἱ κιθάραι
τα πλευρά του αλόγου («αἵ τε κιθάραιπαρ' ἑκάτερα τοῡ νώτου», Ιππιατρ.)
μσν.-αρχ.
είδος έγχορδου μουσικού οργάνου («παίδων χοροὶ συνελθόντες ὑπ' αὐλῷ καὶ κιθάρᾳ οἱ μὲν ἐχόρευον», Λουκιαν.)
αρχ.
1. εθνικό μουσικό έγχορδο όργανο τών αρχαίων Ελλήνων, τελειοποιημένη μορφή της λύρας και της φόρμιγγας, οι οποίες έμοιαζαν αλλά δεν ταυτίζονταν με την κιθάρα, με σχήμα τριγώνου και με αριθμό χορδών που ποίκιλλε κατά καιρούς από 5 έως 7 και αργότερα έως 11
2. είδος φυτού του Παγγαίου όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. κιθαρίζω
αρχ.
κίθαρος.
ΣΥΝΘ. κιθαρωδός, κιθαρωδώ
αρχ.
κιθαραοιδός, κιθαρηφόρος, κιθαρώδησις, κιθαρωδία, κιθαρωδικός, κιθαρωδίστρια].
Greek Monotonic
κῐθάρα: Ιων. -ρη [θᾱ], ἡ, το Λατ. cithara (απ' όπου guitar), είδος λύρας ή λαούτου, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· ήταν τριγωνικού σχήματος και με εφτά χορδές, σε Ευρ.· πρβλ. το επόμ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιθάρα -ας, ἡ, Ion. κιθάρη, citer.
Russian (Dvoretsky)
κῐθάρᾱ: ион. κῐθάρη (θᾰ) ἡ
1) кифара (струнный инструмент, близкий к λύρα и φόρμιγξ) HH, Her., Plat. etc.;
2) кифара (растение, якобы издававшее звуки кифары) Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: lyre (IA.), also κίθαρις, -ιος f. (Il.; on the [Aeolic?] accent Schwyzer 385).
Other forms: Ion. -ρη
Compounds: Compp., e. g. κιθαρο-αοιδός (Com.), usually contracted κιθαρῳδός (IA.) lyre-singer with κιθαρῳδέω etc., ἀ-κίθαρις withou l. (A.).
Derivatives: κίθαρος m. 1. thorax (Hp. Loc. Hom.; after the form); 2. name of a flatfish (Com., Arist.; after the form) with κιθάριον (Ptol. Euerg.); also κιθαρῳδός name of a fish in the Red Sea (Ael.; after the painting of the colours; Thompson Fishes s. v., Strömberg Fischnamen 38). - Denomin. verb κιθαρίζω play the lyre, also of string-instruments in gen. and of the accompanying songs (Il.; Schwyzer 736; on the meaning E. Diehl RhM N. F. 89, 96f.) with several derivv.: κιθαριστύς f. (Il.), κιθάρισις (Pl.), -ισμός (Call.) playing the l., the art of ...; attempt at semantic differentiation in Benveniste Noms d'agent 69, s. also Porzig Satzinhalte 181; κιθάρισμα piece of music for the l. (Pl.); κιθαριστής l.-player etc. (h. Hom. 25, 3, Hes.) with -ίστρια (Arist.), also -ιστρίς (Nic. Dam.), -ιστικός (Pl.), -ιστήριος (hell.) belonging to the playing of ....
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Pre-Greek. Wrong explanations from IE. and Semit. in Bq.