θηλάζω: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(2b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θηλάζω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. кормить грудью (τὸ [[παιδίον]] Lys.; [[λύκαινα]] θελαζομένη Plut.): αἱ θηλαζόμεναι Arst. и αἱ θηλάζουσαι NT кормящие матери;<br /><b class="num">2)</b> (о детях и детенышах) сосать ([[φώκη]] θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων Arst.): οἱ θηλάζοντες и τὰ θηλάζοντα NT грудные младенцы; θηλάζων [[χοῖρος]] Theocr. молочный поросенок. | |elrutext='''θηλάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. кормить грудью (τὸ [[παιδίον]] Lys.; [[λύκαινα]] θελαζομένη Plut.): αἱ θηλαζόμεναι Arst. и αἱ θηλάζουσαι NT кормящие матери;<br /><b class="num">2)</b> (о детях и детенышах) сосать ([[φώκη]] θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων Arst.): οἱ θηλάζοντες и τὰ θηλάζοντα NT грудные младенцы; θηλάζων [[χοῖρος]] Theocr. молочный поросенок. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 6 January 2019
English (LSJ)
Dor. aor. 1
A ἐθήλαξα Theoc.3.16 (v.l. -αζε): (θηλή): I of the mother or nurse, suckle, Phryn.Com.29, Lys.1.9, Arist.HA576b10: abs., give suck, οἱ μαστοί, οἳ οὐκ ἐθήλασαν Ev.Luc.23.29:—also in Med., ἐπιμελεῖσθαι, ὅπως μέτριον χρόνον θηλάσονται Pl.R.460d, cf. Arist.HA566b17; οὐ συλλαμβάνουσι θηλαζόμεναι Id.GA777a13, cf. IG5(2).514.12 (Lycosura):—Pass., to be sucked, ὁ δελφὶς . . θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων Arist.HA504b25. II of the young animal, suck, Id.GA733b29, etc.; ἐλέφαντος ὁ σκύμνος θ. τῷ στόματι Id.HA578a22; θηλάζων χοῖρος a sucking pig, Theoc.14.15; seldom of an infant, Orph.Fr.49.87. 2 c. acc., λεαίνας μασδὸν ἐθήλαξεν Theoc.3.16; ἐὰν μὴ τύχῃ τεθηλακὼς ὁ ὄνος ἵππον Arist.HA577b16. (Written θελάσζ- PSI4.368.19 (iii B.C.).)
German (Pape)
[Seite 1207] säu gen, nach VLL. ion. für θηλὴν διδόναι; von der Mutter, τὸ παιδίον Lys. 1, 9; von der Amme, Poll. 2, 163; vgl. Phryn. com. B. A. 99; von Thieren, Arist. H. A. 6, 23, Plut.; von der Brust selbst, N. T. – Med. nach den Gramm. (vgl. Phot. u. B. A. 99) saugen; aber Plat. Rep. V, 460 d ist zweifelhaft; Theocr. 3, 16 hat in dieser Bdtg μάσδον ἐθήλαξεν, wie θηλάζοντα χοῖρον 14, 15; vgl. Plut. Rom. 6 Luc. Soloec. 4; ἐὰν μὴ τύχῃ τεθηλακὼς ὁ ὄνος ἵππον Arist. H. A. 6, 23; pass., γάλα θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων 2, 13; gener. an. 4, 5 heißen die Mütter αἱ θηλαζόμεναι; Plut. Rom. 4 sagt τοῖς βρέφεσι θηλάζεσθαι = θηλὴν ἐπέχειν.
Greek (Liddell-Scott)
θηλάζω: μέλλ. -άσω (ᾰ), Δωρ. -άξω· (θηλή). Ι. ἐπὶ τῆς μητρός, «βυζαίνω», παρέχω γάλα, Λατ. lactare, ἐπὶ τῆς μητρὸς ἢ τροφοῦ, Φρύν. Κωμ. ἐν Μονοτρ. 10, Λυσ. 92. 29· ἀπολύτ., παρέχω εἰς θηλασμόν, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 22, 11· καὶ μαστοί, οἳ οὔ ποτε ἐθήλασαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 29· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ., ἐπιμελεῖσθαι, ὅπως μέτριον χρόνον θηλάσονται Πλάτ. Πολ. 460D, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 12, 4· οὐ συλλαμβάνουσι θηλαζόμεναι ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 4. 8, 15, πρβλ. Ι. Ζ. 6. 33, 2. ― Παθ., «βυζαίνομαι», ὁ δελφὶς... θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων αὐτόθι 2. 13, 3, πρβλ. 6. 12, 8. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ νεογνοῦ ζῴου, μυζῶ, «βυζαίνω», Λατ. lactere, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 2. 1, 28., 5. 8, 2, κ. ἀλλ.· ἐλέφαντος ὁ σκύμνος θ. τῷ στόματι ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 6. 27· θηλάζων χοῖρος, γαλαθηνὸν χοιρίδιον, Θεόκρ. 14. 15. 2) μετ’ αἰτ., μασδὸν ἐθήλαξεν ὁ αὐτ. 3. 16· ἐὰν μὴ τύχῃ τεθηλακὼς ὁ ὄνος ἵππον Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 23, 7, πρβλ. 9. 30, 3.
French (Bailly abrégé)
1 donner à téter, allaiter ; fig. abreuver de lait ; adoucir;
2 téter, acc.;
Moy. θηλάζομαι donner à téter, allaiter.
Étymologie: θηλή.
English (Strong)
from thele (the nipple); to suckle, (by implication) to suck: (give) suck(-ling).
English (Thayer)
1st aorist ἐθήλασα; (θηλή a breast (cf. Peile, Etym., p. 124 f));
1. transitive, to give the breast, give suck, to suckle: Lysias, Aristotle, others; the Sept. for הֵינִיק); μαστοί ἐθήλασαν, R G.
2. intransitive, to suck: Aristotle, Plato, Lucian, others; the Sept. for יָנַק); μαστούς, Theocritus, 3:16.
Greek Monolingual
(Α θηλάζω)
1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της»)
2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή του μαστού, βυζαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή.
ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια
αρχ.
θηλαμών
νεοελλ.
θηλαστικός, θήλαστρο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό)
αποθηλάζω
αρχ.
αναθηλάζω, εκθηλάζω, παραθηλάζω].
Greek Monotonic
θηλάζω: μέλ. -άσω, Δωρ. -άξω (θηλή)·
I. λέγεται για τη μητέρα, θηλάζω, Λατ. lactare, Λυσίας, σε Καινή Διαθήκη
II. λέγεται για τα νέα ζώα, βυζαίνω, Λατ. lactere· θηλάζων χοῖρος, το γουρούνι που θηλάζει, σε Θεόκρ.· με αιτ., μασδὸν ἐθήλαξεν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
θηλάζω:
1) тж. med. кормить грудью (τὸ παιδίον Lys.; λύκαινα θελαζομένη Plut.): αἱ θηλαζόμεναι Arst. и αἱ θηλάζουσαι NT кормящие матери;
2) (о детях и детенышах) сосать (φώκη θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων Arst.): οἱ θηλάζοντες и τὰ θηλάζοντα NT грудные младенцы; θηλάζων χοῖρος Theocr. молочный поросенок.