κνῆσμα: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(nl) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνῆσμα''': τό, = [[κνῆμα]], ὃ ἴδε. ΙΙ. [[δῆγμα]], δάγκαμα, [[κέντημα]], φαλαγγίων Ξεν. Συμπ. 4, | |lstext='''κνῆσμα''': τό, = [[κνῆμα]], ὃ ἴδε. ΙΙ. [[δῆγμα]], δάγκαμα, [[κέντημα]], φαλαγγίων Ξεν. Συμπ. 4, 28· ψήκτρας κν., περίφρ. = [[ξύστρα]], [[ψήκτρα]], «ξυστρί», Ἀνθ. Π. 6. 233. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,
A scrapings, Hp.Nat.Puer.17 (κνήματα Gal. 19.112): metaph., κ. λόγων Pl.Hp.Ma.304a. II sting, bite, X. Smp.4.28 (v.l. κνῆμα) ; ψήκτρης κ., periphr. for a comb, AP6.233 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 1460] τό, = κνῆμα; Xen. Conv. 4, 28; φαλαγγίων = δήγματα, Ael. V. H. 13, 45. – Bei Qu. Haec. 6 (VI, 233) ist ψήκτρας κνῆσμα σιδηρόδετον die kratzende Striegel.
Greek (Liddell-Scott)
κνῆσμα: τό, = κνῆμα, ὃ ἴδε. ΙΙ. δῆγμα, δάγκαμα, κέντημα, φαλαγγίων Ξεν. Συμπ. 4, 28· ψήκτρας κν., περίφρ. = ξύστρα, ψήκτρα, «ξυστρί», Ἀνθ. Π. 6. 233.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 raclure, rognure;
2 démangeaison.
Étymologie: κνάω.
Greek Monolingual
κνῆσμα, τὸ (AM) κνω
μσν.
ερεθισμός του δέρματος, φαγούρα
αρχ.
1. δάγκωμα
2. στον πληθ. τὰ κνήσματα
ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με τρίψιμο, αποξέσματα, τρίμματα
3. φρ. «ψήκτρης κνῆσμα» — χτένα.
Greek Monotonic
κνῆσμα: -ατος, τό, τσίμπημα, δάγκωμα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κνῆσμα: ατος τό1) чесание: ψήκτρας κ. Anth. скребница;
2) зуд Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνῆσμα -τος, τό [κνάω] schaafsel; overdr.: κνήσματα τοί ἐστι... τῶν λόγων het is afval van redevoeringen Plat. HpMa 304a.