κουρικός: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "˙" to "·") |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κουρικός]], -ή, -όν (Α) [[κουρά]]<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[κούρεμα]] («[[ὥστε]] [[μηδὲ]] τῆς κεφαλῆς τὰς [[τρίχας]] ἀφελεῑν κουρικαῑς μαχαίραις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κουρικός]] (ενν. [[δίφρος]])<br />το [[κάθισμα]] του κουρέα. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κουρικός]], -ή, -όν (Α) [[κουρά]]<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[κούρεμα]] («[[ὥστε]] [[μηδὲ]] τῆς κεφαλῆς τὰς [[τρίχας]] ἀφελεῑν κουρικαῑς μαχαίραις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κουρικός]] (ενν. [[δίφρος]])<br />το [[κάθισμα]] του κουρέα.<br /><b>(II)</b><br />[[κουρικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[[κούρος]] (Ι)]<br />[[νεαρός]], [[νεανικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κουρικώς</i> (Α)<br />νεανικά. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:20, 8 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (κουρά)
A for cutting the hair, μάχαιραι Plu.Dio9: as Subst., κουρικός (sc. δίφρος), ὁ, barber's chair, Sammelb.4292; δίφρου τετραπόδου καὶ κουρικοῦ ξυλίνου POxy.646 (ii A. D.). II (κοῦρος A) like a youth. Adv. -κῶς Apollon.Lex.s.v.κουρίξ.
Greek (Liddell-Scott)
κουρικός: -ή, -όν, (κουρὰ) κατάλληλος πρὸς κουράν, μάχαιρα Πλουτ. Δίων 9· αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. (κοῦρος) ὡς νεανίας· ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. κουρίξ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui sert à tondre, à raser.
Étymologie: κουρά.
Greek Monolingual
(I)
κουρικός, -ή, -όν (Α) κουρά
1. κατάλληλος για κούρεμα («ὥστε μηδὲ τῆς κεφαλῆς τὰς τρίχας ἀφελεῑν κουρικαῑς μαχαίραις», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κουρικός (ενν. δίφρος)
το κάθισμα του κουρέα.
(II)
κουρικός, -ή, -όν (Α)
[[[κούρος]] (Ι)]
νεαρός, νεανικός.
επίρρ...
κουρικώς (Α)
νεανικά.
Russian (Dvoretsky)
κουρικός: служащий для стрижки или бритья, парикмахерский (μάχαιρα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουρικός -ή -όν [κουρά] om te knippen, kappers-.