μυώ: Difference between revisions
(26) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> μυῶ, -άω (Α)<br /> <b>1.</b> [[συμπιέζω]] τα χείλη σε [[ένδειξη]] αποδοκιμασίας («τί μοι μυᾱτε κἀνανεύετε;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μυᾱτε<br /> σκαρδαμύττετε».<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται [[άπαξ]] στον Αριστοφάνη και στη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>μυᾱτε</i><br /> <i>σκαρδαμύττετε</i>», όπου έχει επιχειρηθεί [[ανάγνωση]] «<i>μοιμυᾶτε</i>», <b>πρβλ.</b> [[μοιμύλλω]]. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το <i>μύω</i>, ενώ έχει συνδεθεί και με το <i>μῦ</i> «[[ελαφρός]] [[ήχος]] που παράγεται με το [[σμίξιμο]] των χειλιών, [[μουρμούρισμα]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br /> μυῶ, -άω (Α)<br /> <b>1.</b> [[συμπιέζω]] τα χείλη σε [[ένδειξη]] αποδοκιμασίας («τί μοι μυᾱτε κἀνανεύετε;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μυᾱτε<br /> σκαρδαμύττετε».<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται [[άπαξ]] στον Αριστοφάνη και στη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>μυᾱτε</i><br /> <i>σκαρδαμύττετε</i>», όπου έχει επιχειρηθεί [[ανάγνωση]] «<i>μοιμυᾶτε</i>», <b>πρβλ.</b> [[μοιμύλλω]]. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το <i>μύω</i>, ενώ έχει συνδεθεί και με το <i>μῦ</i> «[[ελαφρός]] [[ήχος]] που παράγεται με το [[σμίξιμο]] των χειλιών, [[μουρμούρισμα]]»].<br /> <b>(II)</b><br /> (Α μυῶ, -έω)<br /> <b>1.</b> [[εισάγω]] κάποιον στα μυστήρια θρησκείας, [[κατηχώ]], [[προσηλυτίζω]]<br /> <b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[διδάσκω]], [[εκπαιδεύω]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> [[εισάγω]] κάποιον στη [[γνώση]], στα [[μυστικά]] της επιστήμης ή τέχνης, (α. «μυώ στη [[φιλοσοφία]]» β. «τόν μύησε στην [[αγγειοπλαστική]]»)<br /> <b>2.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον την πρώτη [[εμπειρία]] («τόν μύησε στον έρωτα»)<br /> <b>3.</b> [[αποκαλύπτω]] σε κάποιον τους σκοπούς μιας μυστικής οργάνωσης ή κίνησης και τόν [[καθιστώ]] οπαδό της («ο [[Ξάνθος]] μύησε τον Υψηλάντη στη Φιλική Εταιρεία»)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[εισάγω]] κάποιον στη χριστιανική [[θρησκεία]] με το [[βάπτισμα]]<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> «μυηθῆναι ἀφ' ἑστίας» — η [[κατήχηση]] στα Ελευσίνεια Μυστήρια [[καθώς]] και στην τέλεσή τους<br /> <b>3.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ μυούμενος</i><br /> αυτός που κατηχείται για να βαφτιστεί.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται άμεσα με το <i>μύω</i>, ενώ σχηματίστηκε από ρηματικούς τ., μη ενεστωτικούς, με [[παρέκταση]] -<i>η</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>μέμω</i>-<i>μαι</i>: <i>μεμύ</i>-<i>η</i>-<i>μαι</i> > <i>μυέομαι</i>, [[μυούμαι]]). Την ιδιαίτερη σημ. «[[εισάγω]] στα μυστήρια, [[κατηχώ]]» τήν έλαβε από το [[μύστης]]].<br /> <b>(III)</b><br /> μυῶ, -όω (ΑΜ)<br /> [[καθιστώ]] [[κάτι]] μυώδες (α. «μυῶ [[σῶμα]]», Ορειβ.)<br /> β. «[[στῆθος]] μεμυωμένον», Ιππιατρ.)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[γίνομαι]] [[σκληρός]] («σπλῆνας αἰεὶ μεγάλους [[εἶναι]] καὶ μεμυωμένους», Ιπποκρ.)<br /> <b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεμυωμένων<br /> μεμυκότων».<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] του [[μυωτός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
μυῶ, -άω (Α)
1. συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας («τί μοι μυᾱτε κἀνανεύετε;», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μυᾱτε
σκαρδαμύττετε».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον Αριστοφάνη και στη γλώσσα του Ησυχίου «μυᾱτε
σκαρδαμύττετε», όπου έχει επιχειρηθεί ανάγνωση «μοιμυᾶτε», πρβλ. μοιμύλλω. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το μύω, ενώ έχει συνδεθεί και με το μῦ «ελαφρός ήχος που παράγεται με το σμίξιμο των χειλιών, μουρμούρισμα»].
(II)
(Α μυῶ, -έω)
1. εισάγω κάποιον στα μυστήρια θρησκείας, κατηχώ, προσηλυτίζω
2. (κατ' επέκτ.) διδάσκω, εκπαιδεύω
νεοελλ.
1. εισάγω κάποιον στη γνώση, στα μυστικά της επιστήμης ή τέχνης, (α. «μυώ στη φιλοσοφία» β. «τόν μύησε στην αγγειοπλαστική»)
2. παρέχω σε κάποιον την πρώτη εμπειρία («τόν μύησε στον έρωτα»)
3. αποκαλύπτω σε κάποιον τους σκοπούς μιας μυστικής οργάνωσης ή κίνησης και τόν καθιστώ οπαδό της («ο Ξάνθος μύησε τον Υψηλάντη στη Φιλική Εταιρεία»)
αρχ.
1. εισάγω κάποιον στη χριστιανική θρησκεία με το βάπτισμα
2. φρ. «μυηθῆναι ἀφ' ἑστίας» — η κατήχηση στα Ελευσίνεια Μυστήρια καθώς και στην τέλεσή τους
3. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ μυούμενος
αυτός που κατηχείται για να βαφτιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το μύω, ενώ σχηματίστηκε από ρηματικούς τ., μη ενεστωτικούς, με παρέκταση -η- (πρβλ. μέμω-μαι: μεμύ-η-μαι > μυέομαι, μυούμαι). Την ιδιαίτερη σημ. «εισάγω στα μυστήρια, κατηχώ» τήν έλαβε από το μύστης].
(III)
μυῶ, -όω (ΑΜ)
καθιστώ κάτι μυώδες (α. «μυῶ σῶμα», Ορειβ.)
β. «στῆθος μεμυωμένον», Ιππιατρ.)
αρχ.
1. γίνομαι σκληρός («σπλῆνας αἰεὶ μεγάλους εἶναι καὶ μεμυωμένους», Ιπποκρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεμυωμένων
μεμυκότων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός του μυωτός].