προβλώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(nl)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-βλώσκω, ep. praes. inf. προβλωσκέμεν; ep. aor. πρόμολον, imperat. πρόμολε, ptc. προμολών, te voorschijn komen.
|elnltext=προ-βλώσκω, ep. praes. inf. προβλωσκέμεν; ep. aor. πρόμολον, imperat. πρόμολε, ptc. προμολών, te voorschijn komen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=epic inf. -βλωσκέμεν aor2 inf. [[προμολεῖν]]<br />to go or [[come]] [[forth]], to go out of the [[house]], Hom.
}}
}}

Revision as of 11:49, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβλώσκω Medium diacritics: προβλώσκω Low diacritics: προβλώσκω Capitals: ΠΡΟΒΛΩΣΚΩ
Transliteration A: problṓskō Transliteration B: problōskō Transliteration C: provlosko Beta Code: problw/skw

English (LSJ)

aor. inf. προμολεῖν,

   A go or come forth, go out of the house, δμῳὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν Od.19.25; ὁ δὲ προμολών 4.22, cf.24.388, Il.21.37; μή τι θύραζε προβλώσκειν Od.21.239, cf.Opp.H. 2.252: c.gen., προβλώσκειν μεγάρων Orph.Fr.270.6.

German (Pape)

[Seite 712] (s. βλώσκω), hervorgehen, herausgehen; δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν, Od. 19, 25; θύραζε, 21, 239. 385; προμολοῦσα, Il. 18, 382; πρόμολ' ὧδε, 392, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

προβλώσκω: ἀόρ. ἀπαρ. προμολεῖν· ― ὑπάγωἔρχομαι, παρουσιάζομαι, ἐξέρχομαι τῆς οἰκίας, δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν, «προϊέναι, προέρχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 25· ὁ δὲ προμολὼν Δ. 22, πρβλ. Ω. 388, Ἰλ. Φ. 37· μή τι θύραζε προβλώσκειν Ὀδ. Φ. 239, 385.

French (Bailly abrégé)

prés. et ao.2;
s’avancer, sortir.
Étymologie: πρό, βλώσκω.

English (Autenrieth)

inf. προβλωσκέμεν, aor. 2 πρόμολον, imp. πρόμολε, part. -ών, -οῦσα: come or go forward or forth.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) πηγαίνω ή έρχομαι προς τα εμπρός, παρουσιάζομαι, εξέρχομαι από σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βλώσκω «πηγαίνω, έρχομαι»].

Greek Monotonic

προβλώσκω: Επικ. απαρ. -βλωσκέμεν, αόρ. βʹ απαρ. προμολεῖν· πηγαίνω ή έρχομαι, εξέρχομαι από το σπίτι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

προβλώσκω: (эп. inf. тж. προβλωσκέμεν, 3 л. pl. aor. πρόμολον, imper. πρόμολε, part. προμολών) выходить (θύραζε Hom.): πρόμολ᾽ ὧδε Hom. выйди сюда.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-βλώσκω, ep. praes. inf. προβλωσκέμεν; ep. aor. πρόμολον, imperat. πρόμολε, ptc. προμολών, te voorschijn komen.

Middle Liddell

epic inf. -βλωσκέμεν aor2 inf. προμολεῖν
to go or come forth, to go out of the house, Hom.