ἐκτάδιος: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(2) |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκτάδιος:''' растянутый, т. е. широкий, просторный ([[χλαῖνα]] Hom.: [[ἁπλοΐς]] Anth.). | |elrutext='''ἐκτάδιος:''' растянутый, т. е. широкий, просторный ([[χλαῖνα]] Hom.: [[ἁπλοΐς]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐκτά˘διος, η, ον [[ἐκτείνω]]<br />outstretched, [[outspread]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 9 January 2019
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον Opp.C.3.276 :—
A outstretched, χλαῖναν..διπλῆν ἐκταδίην double, with ample folds, Il. 10.134 ; ἐ. ὅπλα Orph.A.359 ; οὔρεα D.P.643.
German (Pape)
[Seite 779] α, ον, auch 2. Endg., Opp. Cyn. 3, 276; ausgestreckt, ausgedehnt, χλαῖνα, ein weiter Mantel, Il. 10, 134; ἁπλοΐς Agath. 8 (V, 294); a. sp. D.; στόμα Opp. C. 1, 404; οὔρεα D. Per. 643.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτάδιος: ᾰ, η, ον, ὡσαύτως, ος, ον, μέγας, μακρός, στεινή τ’ ἐκτάδιός τε πέλει Ὀππ. Κ. 3. 276· (ἐκτείνω), χλαῖναν... διπλῆν, ἐκταδίην, «μεγάλην, ὥστε διπλῇ χρῆσθαι» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Κ. 134· ἐκτ. ὅπλα Ὀρφ. Ἀργ. 357· οὔρεα Διον. Π. 643.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
étendu ; ample (vêtement).
Étymologie: ἐκτείνω.
English (Autenrieth)
3 (τείνω): broad; ‘with ample folds,’ χλαῖνα, Il. 10.134†.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -ον Opp.C.1.411, 3.276]
I ref. a la extensión
1 amplio, cumplido de prendas de ropa χλαῖναν ... διπλῆν ἐκταδίην dud. un manto doble cumplido, Il.10.134, ἔσκεπε τὴν κούρην ἁπλοῒς ἐκταδίη cubría a la muchacha un amplio manto sencillo, AP 5.294 (Agath.).
2 en toda su longitud ἔντερον οἰὸς ... ἧκε καθ' ὕδωρ ἐκτάδιον echó al agua una tripa de oveja en toda su longitud Opp.H.4.453.
II 1ref. a la posición, de cosas extendido καλύπτρη de una piel de vaca, Nonn.D.5.20, ὅπλα Orph.A.359
•de pers. tendido Μαρίη Nonn.Par.Eu.Io.12.3
•de partes del cuerpo tenso, estirado, en tensión ἐκταδίην ἔθλιψε ῥάχιν se lastimó el espinazo de mantenerlo tenso por estar cabizbajo, Nonn.D.7.26, ἐκταδίην πτύχα μηρῶν con el ángulo de sus muslos en tensión Nonn.D.19.272, cf. 77.
2 ref. a la forma alargado στόμα Opp.C.1.404, οὐρή Opp.C.1.411, de una hiena, Opp.C.3.276, del lenguado, Marc.Sid.18
•ref. a la duración prolongado δρόμος Opp.C.4.440.
Greek Monolingual
ἐκτάδιος, -η, -ον και ἐκτάδιος, -ον (Α)
αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» — στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται διπλός, Ιλ. Κ
β. «ἐκτάδια ὅπλα» — τα μακριά όπλα, Ορφ. Αργ.
γ. «ἐκτάδια οὔρεα» — όρη μακριά, με μεγάλη έκταση, Δίον. Περιηγ.).
Greek Monotonic
ἐκτάδιος: [ᾰ], -η, -ον (ἐκτείνω), κτεταμένος, απλωμένος, τεντωμένος, ευρύς, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτάδιος: растянутый, т. е. широкий, просторный (χλαῖνα Hom.: ἁπλοΐς Anth.).