ἠλάσκω: Difference between revisions
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
(1b) |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[wander]], [[stray]], [[roam]] (Β 470, Ν 104, Emp.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Through cross with <b class="b3">ἀλαίνω</b> arose <b class="b3">ἠλαίνω</b> <b class="b2">id.</b> (Theoc., Call.). The expressive <b class="b3">ἠλάσκω</b> (Schwyzer 708, Chantraine Gramm. hom. 1, 317) differs from [[ἀλάομαι]] (s. v.) through the length of the initial vowel. As this cannot be explained within Greek (vgl. Bechtel Lex.), Prellwitz Wb. assumed old ablaut - Here prob. [[ἠλεός]] (s. v.) with <b class="b3">ἠλίθιος</b> a. o. | |etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[wander]], [[stray]], [[roam]] (Β 470, Ν 104, Emp.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Through cross with <b class="b3">ἀλαίνω</b> arose <b class="b3">ἠλαίνω</b> <b class="b2">id.</b> (Theoc., Call.). The expressive <b class="b3">ἠλάσκω</b> (Schwyzer 708, Chantraine Gramm. hom. 1, 317) differs from [[ἀλάομαι]] (s. v.) through the length of the initial vowel. As this cannot be explained within Greek (vgl. Bechtel Lex.), Prellwitz Wb. assumed old ablaut - Here prob. [[ἠλεός]] (s. v.) with <b class="b3">ἠλίθιος</b> a. o. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἠλάσκω]], [[ἀλάομαι]]<br />to [[wander]], [[stray]], [[roam]] [[about]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 9 January 2019
English (LSJ)
Ep. form of ἀλαίνω (cf. ἠλαίνω),
A wander, stray, roam, [ἔλαφοι] αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες Il.13.104; [μυῖαι] κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν 2.470; of persons, Emp.121.4, D.P.675.
German (Pape)
[Seite 1159] ep. = ἀλάομαι, unstät hin u. her schweifen, umherirren; von den Hirschen, Il. 13, 104; von den Fliegen, umherschwärmen, αἵ τε κατὰ σταθμὸν π οιμνήϊον ἠλάκουσιν 2, 470; Empedocl. 20 u. sp. D., wie D. Per. 675, εἰς ἑτέρην χώρην.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλάσκω: Ἐπ. τύπος τοῦ ἀλαίνω (πρβλ. ἠλαίνω). πλανῶμαι, περιφέρομαι, ἔλαφοι αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες Ἰλ. Ν. 104· μυῖαι κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν Ἰλ. Β. 470· ἐπὶ προσώπων, Ἐμπεδ. 21, Διον. ΙΙ. 675· ἠλάσκαζες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
errer çà et là, fuir.
Étymologie: ἀλάομαι.
English (Autenrieth)
(ἀλάομαι): prowl about, swarm about, Il. 12.104, Il. 2.470.
Greek Monolingual
ἠλάσκω (AM)
(επικ. τ. του ρ. αλαίνω ή αλώμαι
περιπλανώμαι, περιφέρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναληπτικό του αλώμαι (θ. αλά- + παρέκταση -σκ-), η μακρότητα όμως του αρχικού φωνήεντος η- είναι δυσερμήνευτη. Κατά μία άποψη πρόκειται για ασυνήθιστη μεταπτωτική βαθμίδα, παρόμοια της οποίας απαντά στη λετον. (Πρβλ. aluot περιπλανώμαι», αντίστοιχο του αλώμαι και al'a «μισότρελος»). Συγγενές θεωρείται και το θ. ηλε- του ηλεός «τρελός». Από συμφυρμό, τέλος, του ηλάσκω με το αλαίνω, μεταπλασμένο τ. του αλώμαι, προήλθε το ρ. ηλαίνω «περιπλανώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ηλασκάζω].
Greek Monotonic
ἠλάσκω: (ἀλάομαι), περιφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἠλάσκω: 1) бродить, блуждать, странствовать (ἔλαφοι ἠλάσκουσαι Hom.);
2) носиться, кружиться, летать (μυῖαι ἠλάσκουσιν Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: wander, stray, roam (Β 470, Ν 104, Emp.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Through cross with ἀλαίνω arose ἠλαίνω id. (Theoc., Call.). The expressive ἠλάσκω (Schwyzer 708, Chantraine Gramm. hom. 1, 317) differs from ἀλάομαι (s. v.) through the length of the initial vowel. As this cannot be explained within Greek (vgl. Bechtel Lex.), Prellwitz Wb. assumed old ablaut - Here prob. ἠλεός (s. v.) with ἠλίθιος a. o.