ὑπέρφατος: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπέρφᾰτος:''' невыразимый, необычайный ([[σθένος]] Pind.).
|elrutext='''ὑπέρφᾰτος:''' невыразимый, необычайный ([[σθένος]] Pind.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-φᾰτος, ον, [[φατός]], [[φημί]]<br />[[above]] [[speech]], [[unspeakable]], Pind.
}}
}}

Revision as of 14:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρφᾰτος Medium diacritics: ὑπέρφατος Low diacritics: υπέρφατος Capitals: ΥΠΕΡΦΑΤΟΣ
Transliteration A: hypérphatos Transliteration B: hyperphatos Transliteration C: yperfatos Beta Code: u(pe/rfatos

English (LSJ)

ον, (φατός, φημί)

   A above speech, ineffable, νιφετοῦ σθένος Pi.Pae.9.15; ὑ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Id.O.9.65.

German (Pape)

[Seite 1203] über allen Ausdruck, unaussprechlich, σθένος Pind. frg. 74; ὑπέρφατον μορφᾷ καὶ ἔργοισι Ol. 9, 65, außerordentlich, oder überaus zu preisen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρφᾰτος: -ον, (φατός, φημί), ὁ ἀνώτερος παντὸς λόγου, ἄφατος, ἀνεκλάλητος, νιφετοῦ σθένος Πινδ. Ἀποσπ. 74. 8· ὑπ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 98.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est au-dessus de toute expression, inexprimable, admirable.
Étymologie: ὑπέρ, φημί.

English (Slater)

ὑπέρφᾰτος
   1 beyond telling, incredible ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον (Pae. 9.15)

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
άφατος, ανέκφραστος («νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φατος (< φατός < φημί), πρβλ. ἔκ-φατος].

Greek Monotonic

ὑπέρφᾰτος: -ον (φατός, φημί), ο ανώτερος λόγων, ανέκφραστος, ανείπωτος, απερίγραπτος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρφᾰτος: невыразимый, необычайный (σθένος Pind.).

Middle Liddell

ὑπέρ-φᾰτος, ον, φατός, φημί
above speech, unspeakable, Pind.