ἀμαθύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμᾰθύνω:''' (ᾰμ)<br /><b class="num">1)</b> обращать в прах или в пепел (πόλιν Hom.; τινά Aesch.; σάρκα Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> покрывать пылью (χαίτην Anth.);<br /><b class="num">3)</b> разгребать (κόνιν μέλαιναν HH).
|elrutext='''ἀμᾰθύνω:''' (ᾰμ)<br /><b class="num">1)</b> обращать в прах или в пепел (πόλιν Hom.; τινά Aesch.; σάρκα Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> покрывать пылью (χαίτην Anth.);<br /><b class="num">3)</b> разгребать (κόνιν μέλαιναν HH).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄμαθος]] only in pres. and imperf.]<br /><b class="num">1.</b> to [[level]] with the [[sand]], [[utterly]] [[destroy]], Il., Aesch.<br /><b class="num">2.</b> to [[spread]] [[smooth]], [[level]], κόνιν h. Hom.
}}
}}

Revision as of 15:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰθύνω Medium diacritics: ἀμαθύνω Low diacritics: αμαθύνω Capitals: ΑΜΑΘΥΝΩ
Transliteration A: amathýnō Transliteration B: amathynō Transliteration C: amathyno Beta Code: a)maqu/nw

English (LSJ)

(ἄμαθος) Ep., only pres., impf., and (in Q.S.14.645) aor.:—

   A level with the dust, utterly destroy, πόλιν Il.9.593; [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντα A.Eu.937 (lyr.); ἀ. ἐν φλογὶ σάρκα Theoc.2.26:—Pass., Q.S.2.334.    2 scatter like sand, h.Merc.140.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰθύνω: [ῡ] (ἄμαθος) Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ παρὰ Κοΐντ. Σμ. 14. 645 καὶ ἀόρ.: - ποιῶ τι ἰσόπεδον τῇ ἄμμῳ ἢ μεταβάλλω τι εἰς κόνιν, χῶμα, παντελῶς καταστρέφω· πόλιν, Ἰλ. Ι. 593: [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντ’, Αἰσχύλ. Εὐμ. 937 (λυρ.): ἀμ. ἐν φλογὶ σάρκα, Θεόκρ. 2. 26: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 2. 334. 2) καθιστῶ τι ὁμαλὸν οὕτως ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχῃ οὐδὲ ἴχνος τοῦ πράγματος, ὁμαλίζω, κόνιν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 140.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ou ao.
réduire en poussière.
Étymologie: ἄμαθος.

English (Autenrieth)

(ἄμαθος): reduce to dust; πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει, Il. 9.593†.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰθύνω)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 reducir a polvo o ceniza πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει Il.9.593, κάρφεα πάντ' ἀμαθύνει A.R.3.295, πρὶν τείχεα πάντ' ἀμαθῦναι Q.S.14.645
destruir, aniquilar ὄλεθρος ... (ἄνδρα) μέγα φωνοῦντ' ... ἀμαθύνει A.Eu.937, οὕτω ... ἑνὶ φλογὶ σάρκ' ἀμαθύνοι Theoc.2.26, ἠμάθυνε ... χθόνα ... νασμός Lyc.79, εἰκόνα μορφῆς Nonn.D.34.289, cf. Hsch.
en v. med. reducirse, derrumbarse κρατερὸν δὲ χρόνῳ ἀμαθύνεται ἦτορ Q.S.2.334.
2 cubrir de arena κόνιν δ' ἀμάθυνε μέλαιναν παννύχιος el resto de la noche lo pasó cubriendo de arena la negra ceniza, h.Merc.140.

Greek Monolingual

ἀμαθύνω (Α) ἄμαθος (ΙΙ)]
1. μεταβάλλω κάτι σε άμαθο, δηλ. σε άμμο, σε σκόνη, αφανίζω, καταστρέφω
2. (για πρόσωπα) εξοντώνω,
3. επικαλύπτω, σκεπάζω.

Greek Monotonic

ἀμᾰθύνω: [ῡ] (ἄμαθος), μόνο στον ενεστ. και παρατ.
1. κάνω κάτι ισόπεδο με την άμμο, καταστρέφω ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
2. εξαλείφω, εξομαλύνω, κόνιν, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἀμᾰθύνω: (ᾰμ)
1) обращать в прах или в пепел (πόλιν Hom.; τινά Aesch.; σάρκα Theocr.);
2) покрывать пылью (χαίτην Anth.);
3) разгребать (κόνιν μέλαιναν HH).

Middle Liddell

ἄμαθος only in pres. and imperf.]
1. to level with the sand, utterly destroy, Il., Aesch.
2. to spread smooth, level, κόνιν h. Hom.