δυσάλγητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσάλγητος:''' бесчувственный, жестокосердный Soph.
|elrutext='''δυσάλγητος:''' бесчувственный, жестокосердный Soph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]άλγητος, ον <i>adj</i> [[ἀλγέω]]<br />[[hard]]-hearted, Soph.
}}
}}

Revision as of 15:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσάλγητος Medium diacritics: δυσάλγητος Low diacritics: δυσάλγητος Capitals: ΔΥΣΑΛΓΗΤΟΣ
Transliteration A: dysálgētos Transliteration B: dysalgētos Transliteration C: dysalgitos Beta Code: dusa/lghtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to be borne, most painful, Eup. 410.    II unfeeling, hard-hearted, S.OT12; δειλὸς ἢ δ. φρένας Id.Fr.952.

German (Pape)

[Seite 675] 1) unempfindlich, Soph. O. R. 12. – 2) sehr schmerzlich, Eupolis bei Poll. 3, 130.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάλγητος: -ον, λίαν ἀλγεινός, ὡς τὸ προηγ., ἢ κατὰ τὸν Meineke, ὃν εἶναι δύσκολον νὰ βλάψῃ τις, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 106. II. ἀναίσθητος, σκληροκάρδιος, ἀνάλγητος, Σοφ. Ο. Τ. 12· δειλὸς ἢ δυσάλγητος φρένας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 689.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insensible.
Étymologie: δυσ-, ἀλγέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1muy doloroso, insoportable Eup.446.
2 insensible δ. γὰρ ἂν εἴην ... οὐ κατοικτίρων S.OT 12, c. ac. de rel. ἢ δειλός ἐστιν ἢ δ. φρένας S.Fr.952.
II adv. -ως con gran dolor Cyr.Al.M.77.701B.

Greek Monolingual

δυσάλγητος, -ον (Α)
1. αυτός που προκαλεί σφοδρούς πόνους
2. αναίσθητος, σκληρόκαρδος.

Greek Monotonic

δυσάλγητος: -ον (ἀλγέω), αναίσθητος, σκληρόκαρδος, ανάλγητος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσάλγητος: бесчувственный, жестокосердный Soph.

Middle Liddell

δυσ-άλγητος, ον adj ἀλγέω
hard-hearted, Soph.