ἀπατήλιος: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(1) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπᾰτήλιος:''' Hom. = [[ἀπατηλός]]. | |elrutext='''ἀπᾰτήλιος:''' Hom. = [[ἀπατηλός]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἀπάτη]]<br />[[guileful]], [[wily]], ἀπατήλια [[εἰδώς]] [[skilled]] in wiles, Od.; ἀπ. βάζειν Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, poet. Adj.
A guileful, wily, ἀπατήλια εἰδώς skilled in wiles, Od.14.288; ἀ. βάζειν ib.127; of a person, Nonn.D.46.10, al.
German (Pape)
[Seite 282] ον, betrügerisch, Hom. dreimal, Od. 14, 288 ἀπατήλια εἰδώς Versende, 127. 157 ἀπατήλια βάζει Versende; – Sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 324; von einer Person Nonn. D. 46, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰτήλιος: -ον, ποιητ. ἐπίθ., ἀπατηλός, πανοῦργος, ἀπατήλια εἰδώς, ἔμπειρος εἰς πανουργίας, Ὀδ. Ξ. 288· ἀπ. βάζειν αὐτόθι 127· ἐπὶ προσώπων, Νόνν. Δ. 46. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trompeur, mensonger.
Étymologie: ἀπάτη.
English (Autenrieth)
deceitful; only neut. pl., ἀπατήλια βάζειν, εἰδέναι, Od. 14.127, 288.
Spanish (DGE)
-ον
engañoso esp. en neutr. plu. ἀπατήλια εἰδώς conocedor de engaños, Od.14.288, ἀπατήλια βάζει de mendigos Od.14.127, 157
•de pers. engañador Τειρεσίαν ἀπατήλιον Nonn.D.46.10.
Greek Monolingual
ἀπατήλιος, -ον (Α)
πανούργος, δόλιος, απατηλός.
Greek Monotonic
ἀπᾰτήλιος: -ον, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαπατά, πανούργος· ἀπατήλια εἰδώς, αυτός που είναι προικισμένος, ικανός στο να δολοφονηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπατήλιον βάζειν, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰτήλιος: Hom. = ἀπατηλός.
Middle Liddell
[from ἀπάτη
guileful, wily, ἀπατήλια εἰδώς skilled in wiles, Od.; ἀπ. βάζειν Od.