ἐκποίητος: Difference between revisions
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
(4) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκποίητος:''' -ον, αυτός που δόθηκε προς [[υιοθεσία]], υιοθετημένος, σε Αισχίν. | |lsmtext='''ἐκποίητος:''' -ον, αυτός που δόθηκε προς [[υιοθεσία]], υιοθετημένος, σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐκποίητος]], ον<br />given in [[adoption]], Aeschin. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 9 January 2019
English (LSJ)
παῖς a child
A given to be adopted by another, ἐ. εἰς οἶκόν τινος Is.7.23, cf. Aeschin.3.21 ; cf. εἰσποίητος. 2 alienated from, μητρός, Is.7.25 : metaph., κακίας Plu.2.562f.
German (Pape)
[Seite 775] παῖς, ein Kind, das man einen Andern hat adoptiren lassen, εἰς τὸν οἶκόν τινος, in die Familie eines Andern aufgenommen, Is. 7, 23; vgl. Aesch. 3, 21 (B. A. 215 ὁ ἑτέρῳ δοθεὶς εἰσποιήσασθαι). Dah. übertr., ἐκπ. τῆς κακίας Plut. S. N. V. 21. Vgl. ἐμποίητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκποίητος: παῖς, τέκνον δοθὲν εἴς τινα πρὸς υἱοθέτησιν, ἐκπ. εἰς οἶκόν τινος Ἰσαῖος 65. 41, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 41. - Τὸ παιδίον ἐκαλεῖτο οὕτως ἐν σχέσει πρὸς τὸν φυσικὸν πατέρα αὑτοῦ, εἰσποίητος δὲ ἐν σχέσει πρὸς τὸν θετὸν πατέρα. 2) ἀπεξενωμένος, ἀπηλλοτριωμένος, τινὸς Ἰσαῖος 66, 3· κακίας Πλούτ. 2. 562 Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 cédé en adoption;
2 devenu étranger à ; fig. ἐκποίητος τῆς κακίας PLUT émancipé du vice.
Étymologie: ἐκποιέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἐκποιητός Poll.3.21
1 jur. entregado en adopción Θρασύβουλος ἐ. εἰς τὸν οἶκον τὸν Ἱππολοχίδου γέγονε Is.7.23, ἐ. υἱός Is.11.46, cf. 10.26, Aeschin.3.21, Poll.l.c.
2 apartado, alejado c. gen. separat. μητρός Is.7.25, fig. τῆς κακίας Plu.2.562f.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐκποίητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει πουληθεί ή μεταβιβαστεί σε άλλον, απαλλοτριωμένος
αρχ.
1. (για παιδί) αυτός που δόθηκε για υιοθεσία
2. αυτός που διώχτηκε από το γένος του
3. αποξενωμένος από κάποιον.
Greek Monotonic
ἐκποίητος: -ον, αυτός που δόθηκε προς υιοθεσία, υιοθετημένος, σε Αισχίν.