ζύγαστρον: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(nl) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ζύγαστρον -ου, τό [ζύγον] kist. | |elnltext=ζύγαστρον -ου, τό [ζύγον] kist. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ζύ˘γαστρον, ου, τό, [[ζεύγνυμι]]<br />a [[chest]] or box (of [[board]] [[strongly]] fastened [[together]]), Soph., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A chest, box (κιβωτός, κυρίως δὲ ξυλίνη σορός, παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι, Phot.), S.Tr.692, E.ap.Phot., X.Cyr.7.3.1. 2 at Delphi, = γραμματοφυλάκιον, SIG241.49,146 (iv B.C.), Delph.3(2).205 (iii B.C.), Phot. 3 in pl., fastenings, λάρνακος Sch.Theoc. 7.78.
German (Pape)
[Seite 1140] τό, ein aus Brettern zusammengesetzter hölzerner Kasten, κοῖλον Soph. Tr. 689; Xen. Cyr. 7, 3, 1; VLL. ξυλίνη σορός, κιβωτός. Bei Schol. Theocr. 7, 78 die einzelnen Bretter.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cassette, coffre de bois.
Étymologie: ζυγόν.
Greek Monolingual
ζύγαστρον, το (Α)
1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους
2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῑς δὲ ζύγαστρον καλεῑται τὸ γραμματοφυλάκιον»
3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» — το κάλυμμα ή, κατ' άλλους, τα κλειδιά της λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν (πρβλ. δέπαστρον-δέπας, κάναστρον-κανούν) κατά το πρότυπο στέγαστρον-στεγάζω-στέγη, χωρίς όμως τη μεσολάβηση ρήματος (π.χ. ζυγάζω). Η σημ. της λέξης από το ρ. ζυγώ(-όω) «κλείνω, συνάπτω, συνδέω»].
Greek Monotonic
ζύγαστρον: [ῠ], τό (ζεύγνυμι), κασέλα ή κιβώτιο (φτιαγμένο από σανίδες στενά συνενωμένες μεταξύ τους), σε Σοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ζύγαστρον: τό деревянный ларец, ящик, (сколоченный из досок) сундук Soph., Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζύγαστρον -ου, τό [ζύγον] kist.
Middle Liddell
ζύ˘γαστρον, ου, τό, ζεύγνυμι
a chest or box (of board strongly fastened together), Soph., Xen.