εὐμέλανος: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐμέλᾰνος:''' полный чернил ([[βροχίς]] Anth.). | |elrutext='''εὐμέλᾰνος:''' полный чернил ([[βροχίς]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-μέλᾰνος, ον [[μέλας]]<br />well-blackened, inky, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A well-blackened, inky, βροχίς AP6.295.4 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1080] mit guter Dinte, βροχίς Phani. 3 (VI, 295).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμέλᾰνος: -ον, ἐπὶ μελανοθήκης, ἡ ἔχουσα καλὸν μέλαν, «μελάνι», καὶ τὰν εὐμέλανον βροχίδα Ἀνθ. Π. 6. 295.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a beaucoup d’encre, qui a de l’encre bien noire.
Étymologie: εὖ, μέλας.
Greek Monolingual
εὐμέλανος, -ον (Α)
1. (για μελανοδοχείο) αυτός που έχει ωραίο μελάνι («τὰν εὐμέλανον βροχίδα», Ανθ. Παλ.)
2. ο μαυρισμένος καλά, ο μελανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μελανός.
Greek Monotonic
εὐμέλᾰνος: -ον (μέλας), αυτός που έχει καλό μελάνι, μελανώδης, μελανωμένος, κατάμαυρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμέλᾰνος: полный чернил (βροχίς Anth.).
Middle Liddell
εὐ-μέλᾰνος, ον μέλας
well-blackened, inky, Anth.