πορφυροειδής: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πορφυροειδής -ές [πορφύρα, εἶδος] purperachtig.
|elnltext=πορφυροειδής -ές [πορφύρα, εἶδος] purperachtig.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πορφῠρο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />[[purple]]-like, purply, Eur.
}}
}}

Revision as of 00:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠροειδής Medium diacritics: πορφυροειδής Low diacritics: πορφυροειδής Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: porphyroeidḗs Transliteration B: porphyroeidēs Transliteration C: porfyroeidis Beta Code: porfuroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A purply, λίμνα A.Supp.529 (lyr.); ἅλς E.Tr.124 (lyr.), cf. Arist. Col.792a17. Adv. -δῶς Dsc.1.73.

German (Pape)

[Seite 686] ές, der Purpurschnecke, Purpurfarbe ähnlich, λίμνη Aesch. Suppl. 524, wie ἅλς Eur. Troad. 124. Vgl. πορφύρεος.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροειδής: -ές, ὅμοιος πορφύρᾳ, κλίνων εἰς τὸ πορφυροῦν, λίμνη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 529· ἃλς Εὐρ. Τρῳ. 124, πρβλ. Ἀριστ. π. Χρωμ. 2. 4· καὶ ἴδε πορφύρω. Ἐπίρρ. -δῶς, Διοσκ. 1. 99.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à la pourpre.
Étymologie: πορφύρα, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει χρώμα το οποίο μοιάζει με πορφυρό, που θυμίζει πορφύρα
(α. «πορφυροειδὴς λίμνα», Αισχύλ.
β. «πορφυροειδὴς ἅλς», Ευρ.)
νεοελλ.
φρ. «πορφυροειδής ιστός»
(πετρογρ.) ιστός εκρηξιγενών πετρωμάτων στα οποία οι μεγαλύτεροι κρύσταλλοι, οι φαινοκρύσταλλοι, βρίσκονται μέσα σε μικροκρυσταλλική κύρια μάζα.
επίρρ...
πορφυροειδῶς Α
με χρώμα που μοιάζει με πορφυρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -ειδής].

Greek Monotonic

πορφῠροειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με πορφύρα, πορφυρός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠροειδής: багряный, пурпурный (λίμνη Aesch.; ἅλς Eur.; ἀήρ Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυροειδής -ές [πορφύρα, εἶδος] purperachtig.

Middle Liddell

πορφῠρο-ειδής, ές εἶδος
purple-like, purply, Eur.