κάπνισμα: Difference between revisions
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(nl) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κάπνισμα -ατος, τό [καπνίζω] rookoffer. | |elnltext=κάπνισμα -ατος, τό [καπνίζω] rookoffer. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κάπνισμα]], ατος, τό, [from [[καπνίζω]]<br />[[incense]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A offering of smoke, i.e. incense, AP9.174.5 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, das Geräucherte, Räucherwerk, Pallad. 46 (IX, 174) u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κάπνισμα: τό, τὸ καπνίζειν διὰ θυμιάματος, θυμίαμα, Ἐπιφάν. ΙΙ. 320Α., Παλλαδᾶς 46, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασ. Τάξ. 468, 15· - καπνός, Εὐστ. Πονημάτ. 235. 64.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
encens.
Étymologie: καπνίζω.
Greek Monolingual
το (AM κάπνισμα) καπνίζω
1. η εκπομπή καπνού από καιόμενη ύλη προς κάποιον ή προς κάτι («ποῡ τὰ μύρα καὶ τὰ μάταια καπνίσματα», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. ο εξαγόμενος καπνός («το κάπνισμα της σόμπας μαύρισε τον τοίχο»)
νεοελλ.
1. η εισπνοή και εκπνοή τών καπνών καύσιμου φυτικού υλικού και ειδικά φύλλων του φυτού καπνός τα οποία είναι παρασκευασμένα υπό μορφή τσιγάρων, πούρων ή τοποθετούνται σε πίπα και η συναφής έξη («απαγορεύεται το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους»)
2. η συντήρηση τροφίμων με καπνό ύστερα από ειδική κατεργασία
3. η καταπολέμηση τών ασθενειών τών φυτών με αέρια καπνού
4. η εμφύσηση καπνού στην κυψέλη τών μελισσών με σκοπό να γίνουν ακίνδυνες κατά την εξαγωγή της κηρήθρας
5. μέθοδος που εφαρμόζεται από κυνηγούς για εξαναγκασμό εξόδου τών θηραμάτων από τις φωλιές τους με την εμφύσηση καπνού σ' αυτές
6. λαϊκό μαγικό μέσο για την απομάκρυνση κακοποιών πνευμάτων
μσν.
το θυμιάτισμα.
Greek Monotonic
κάπνισμα: -ατος, τό, θυμίαμα, λιβάνι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κάπνισμα: ατος τό культ. курение (вещество) (κ. τιθέναι παρὰ τύμβον Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάπνισμα -ατος, τό [καπνίζω] rookoffer.