συννέω: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συννέω [σύν, νέω] meezwemmen.<br />συννέω, Att. ξυννέω [σύν, νέω] Ion. perf. med. 3 pl. συννενέαται op een hoop gooien:. πυρὴν σ. een brandstapel bouwen Hdt. 1.86.2.
|elnltext=συννέω [σύν, νέω] meezwemmen.<br />συννέω, Att. ξυννέω [σύν, νέω] Ion. perf. med. 3 pl. συννενέαται op een hoop gooien:. πυρὴν σ. een brandstapel bouwen Hdt. 1.86.2.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=1 fut. -νήσω<br />to [[pile]] or [[heap]] [[together]], [[heap]] up, Hdt.:—Pass., perf. [[part]]. ξυννενημένος Thuc.; ionic 3rd pl. perf. [[pass]]. συννενέᾰται Hdt. <br />2 fut. -[[νεύσομαι]]<br />to [[swim]] [[together]] or with, Luc.
}}
}}

Revision as of 01:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέω Medium diacritics: συννέω Low diacritics: συννέω Capitals: ΣΥΝΝΕΩ
Transliteration A: synnéō Transliteration B: synneō Transliteration C: synneo Beta Code: sunne/w

English (LSJ)

(A), (νέω A)

   A swim together, Luc.Tox.20, Ael.NA1.17; τινι Luc.Philops.34.
συννέω (B), (νέω c)

   A pile or heap together, heap up, [τὰ ἀκόντια] ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε Hdt.1.34; συννήσας πυρήν ib.86, 7.107:— Ion. 3pl. pf. Pass. συννενέᾰται Id.2.135, 4.62; τῶν νεκρῶν ὁμοῦ ἐπ' ἀλλήλοις ξυννενημένων Th.7.87.

Greek (Liddell-Scott)

συννέω: (πρβλ. νέω Δ) μέλλ. -νήσω· συσσωρεύω, [τὰ ἀκόντια] ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε Ἡρόδ. 1. 34· συννήσας πυρὴν αὐτόθι 86., 7. 107· Ἰων. παθ. πρκμ. γϳ πρόσ. ἑνικ. συννενέαται Ἡρόδ. 2. 135, 4. 62 τῶν νεκρῶν ὁμοῦ ἀλλήλοις ξυννενημένων Θουκ. 7. 87.

French (Bailly abrégé)

1nager avec, τινι.
Étymologie: σύν, νέω².
2filer ou tisser ensemble.
Étymologie: σύν, νέω³.
3f. συννήσω, ao. συνένησα, pf. Pass. συννένημαι;
entasser, amonceler : πυρήν HDT construire un bûcher avec du bois amoncelé ; τῶν νεκρῶν ἐπ’ ἀλλήλοις ξυννενημένων THC les cadavres étant amoncelés les uns sur les autres.
Étymologie: σύν, νέω⁴.

Greek Monolingual

(I)
Α
κολυμπώ μαζί με άλλον («ἐπὶ κροκοδείλων ὀχούμενον καὶ συννέοντα θηρίοις», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νέω (Ι) «πλέω», κολυμπώ»].
(II)
και ιων. τ. συννήω Α
συσσωρεύω, συγκεντρώνω μαζί (α. «τῶν νεκρῶν ἐπ' ἀλλήλοις ξυννενημένων», Θουκ.
β. «ἀκόντια καὶ τοιαῡτα πάντα ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νέω (III) «μαζεύω, συσσωρεύω»].

Greek Monotonic

συννέω: μέλ. νεύσομαι, κολυμπώ μαζί ή με, σε Λουκ.
συννέω: μέλ. -νήσω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω, επισωρεύω, σε Ηρόδ. — Παθ., μτχ. Παθ. παρακ. ξυννενημένος, σε Θουκ.· Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. συννενέᾰται, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

συννέω: I νέω II] плыть вместе (τινι Luc.).
ион. συννήω νέω IV] нагромождать, наваливать (ἀκόντια ἐς τοὺς θαλάμους Her.; sc. τοὺς νεκροὺς ἐπ᾽ ἀλλήλοις Thuc.): σ. πυρήν Her. складывать костер.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννέω [σύν, νέω] meezwemmen.
συννέω, Att. ξυννέω [σύν, νέω] Ion. perf. med. 3 pl. συννενέαται op een hoop gooien:. πυρὴν σ. een brandstapel bouwen Hdt. 1.86.2.

Middle Liddell

1 fut. -νήσω
to pile or heap together, heap up, Hdt.:—Pass., perf. part. ξυννενημένος Thuc.; ionic 3rd pl. perf. pass. συννενέᾰται Hdt.
2 fut. -νεύσομαι
to swim together or with, Luc.