σφονδύλη: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(2b) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">kind of earth-beetle</b> (Ar., Arist. [v. l. <b class="b3">σπονδ-</b>], Thphr.); <b class="b3">σπονδύλη ἡ γαλῆ παρ</b>' <b class="b3">Ἀττικοῖς</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)<br />Etymology: Unexplained; for the formation cf. <b class="b3">κορδύλη</b>, <b class="b3">σχενδύλη</b> a.o. With formally close <b class="b3">σφόν-δυλος</b> no connection has been established. Lat. LW [loanword] [[sphondyle]], <b class="b2">-lum</b>, <b class="b2">-lium</b>. -- The word looks as if Pre-Greek (suffix <b class="b3">-υλ-</b>). It may have <b class="b3">σπονδ-</b> from <b class="b3">*σπανδ-</b> with <b class="b3">ο</b> < <b class="b3">α</b> before <b class="b3">υ</b>. | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">kind of earth-beetle</b> (Ar., Arist. [v. l. <b class="b3">σπονδ-</b>], Thphr.); <b class="b3">σπονδύλη ἡ γαλῆ παρ</b>' <b class="b3">Ἀττικοῖς</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)<br />Etymology: Unexplained; for the formation cf. <b class="b3">κορδύλη</b>, <b class="b3">σχενδύλη</b> a.o. With formally close <b class="b3">σφόν-δυλος</b> no connection has been established. Lat. LW [loanword] [[sphondyle]], <b class="b2">-lum</b>, <b class="b2">-lium</b>. -- The word looks as if Pre-Greek (suffix <b class="b3">-υλ-</b>). It may have <b class="b3">σπονδ-</b> from <b class="b3">*σπανδ-</b> with <b class="b3">ο</b> < <b class="b3">α</b> before <b class="b3">υ</b>. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σφονδύ¯λη, ἡ,<br />a [[kind]] of [[beetle]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:49, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A an insect which lives on the roots of plants, prob. a kind of beetle, which has a strong smell when attacked, Ar. Pax1078(hex.), cf. Arist.HA542a10 (v.l. σπονδύλη), 604b19, Thphr. HP9.14.3. II σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σφονδύλη: ἡ, Ἀττικ. ἀντὶ σπονδύλη, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113· ― ἔντομόν τι τρεφόμενον ἐκ τῶν ῥιζῶν φυτῶν, πιθανῶς εἶδος κανθάρου ἐκπέμποντος λίαν ἰσχυρὰν ὀσμὴν ὁπόταν προσβληθῇ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1077, πρβλ. Schneid. εἰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3 (δάφορ. γραφ. σπονδύλη), 8. 2, 6, Θεόφρ. ΙΙ. «σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ’ Ἀττικοῖς» Ἡσύχ. [ῡ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.]
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
insecte qui s’attaque aux racines des plantes, courtilière, taupin, scarabée ou blatte.
Étymologie: DELG pas d’étym.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α
1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή
2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῑς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία χρησιμοποιείται για ένα είδος εντόμου αλλά και για ένα είδος γαλής, νυφίτσας (στον τ. σπονδύλη), που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το ότι αναδίδουν δυσάρεστη οσμή. Η λ. σφονδ-ύλη / σπονδ-ύλη (για την εναλλαγή δασέος - κλειστού συμφώνου πρβλ. σπόνδυλος: σφόνδυλος, σπόγγος: σφόγγος) εμφανίζει επίθημα -ύλη, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. κανθ-ύλη, κορδ-ύλη). Συζητήσιμη παραμένει η σύνδεση της λ. με τον τ. σπόνδυλος. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. spondyle].
Greek Monotonic
σφονδύλη: [ῡ], ἡ, είδος σκαθαριού (βρομούσα), που τρέφεται με ρίζες φυτών και όταν χτυπηθεί αναδίδει μια πολύ δυνατή οσμή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σφονδύλη: (ῡ) ἡ земляной жук или клоп (обгрызающий корни растений) Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφονδύλη -ης, ἡ [~ σφόνδυλος?] insect dat vreselijke winden laat als het in gevaar is, missch. bombardeerkever.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: kind of earth-beetle (Ar., Arist. [v. l. σπονδ-], Thphr.); σπονδύλη ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)
Etymology: Unexplained; for the formation cf. κορδύλη, σχενδύλη a.o. With formally close σφόν-δυλος no connection has been established. Lat. LW [loanword] sphondyle, -lum, -lium. -- The word looks as if Pre-Greek (suffix -υλ-). It may have σπονδ- from *σπανδ- with ο < α before υ.