τελεόμηνος: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τελεόμηνος:''' <b class="num">1)</b> содержащий полное число месяцев, т. е. целый, круглый ([[ἄροτος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> доношенный ([[τέκνον]] Arst.). | |elrutext='''τελεόμηνος:''' <b class="num">1)</b> содержащий полное число месяцев, т. е. целый, круглый ([[ἄροτος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> доношенный ([[τέκνον]] Arst.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τελεό-μηνος, ον, [μήν]<br />with [[full]] [[complement]] of months, τ. [[ἄροτος]], i. e. a [[full]] twelvemonth, Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with full complement of months, τ. ἄροτος, i.e. a full twelvemonth, S.Tr.824 (lyr.); τέκνα τ. children born after the full number of months, Arist.HA585a20.
German (Pape)
[Seite 1085] mit vollen, vollendeten Monden; ἄροτος, das durch die wiederkehrende Pflügezeit bezeichnete Jahr, Soph. Tr. 824; – τέκνον, ein vollkommen reifes, ausgetragenes Kind, das seine volle Zahl von Monaten hat, Arist. H. A. 7, 4.
Greek (Liddell-Scott)
τελεόμηνος: -ον, ὁ τέλειος ὡς πρὸς τὸν ἀπαιτούμενον ἀριθμὸν τῶν μηνῶν, ὁ συμπληρώσας τὸ δωδεκάμηνον διάστημα τοῦ ἔτους, ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι δωδέκατος ἄροτος, ὁπότε ἤθελον τελειώσῃ τὰ δώδεκα ἐκ τελείων μηνῶν ἔτη, Σοφ. Τρ. 824· τέκνον τ., γεννηθὲν μετὰ συμπλήρωσιν τοῦ ὡρισμένου ἀριθμοῦ μηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a son nombre de mois révolu.
Étymologie: τέλεος, μήν².
Greek Monolingual
και τελειόμηνος, -ον, Α
1. τέλειος ως προς τον αριθμό τών μηνών που απαιτούνται («τελεόμηνος δωδέκατος ἄροτος», Σοφ.)
2. αυτός που έχει συμπληρώσει τους μήνες της κυοφορίας («τελεόμηνον τέκνον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + -μηνoς (< μήν, μηνός), πρβλ. δωδεκά-μηνος].
Greek Monotonic
τελεόμηνος: -ον (μήν), αυτός που συμπλήρωσε το δωδεκάμηνο διάστημα του έτους, τελεόμηνος ἄροτος, δηλ. ένα πλήρες δωδεκάμηνο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
τελεόμηνος: 1) содержащий полное число месяцев, т. е. целый, круглый (ἄροτος Soph.);
2) доношенный (τέκνον Arst.).
Middle Liddell
τελεό-μηνος, ον, [μήν]
with full complement of months, τ. ἄροτος, i. e. a full twelvemonth, Soph.