κυαναυγής: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυαναυγής -ές [κύανος, αὐγή] met donkere glans:. ὑπ ’ ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων kijkend van onder zijn donkere wenkbrauwen Eur. Alc. 261. met azuurblauwe glans (van een pauwenveer).
|elnltext=κυαναυγής -ές [κύανος, αὐγή] met donkere glans:. ὑπ ’ ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων kijkend van onder zijn donkere wenkbrauwen Eur. Alc. 261. met azuurblauwe glans (van een pauwenveer).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυᾰν-αυγής, ές<br />[[dark]]-[[gleaming]], Eur., Ar.
}}
}}

Revision as of 03:06, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠαναυγής Medium diacritics: κυαναυγής Low diacritics: κυαναυγής Capitals: ΚΥΑΝΑΥΓΗΣ
Transliteration A: kyanaugḗs Transliteration B: kyanaugēs Transliteration C: kyanavgis Beta Code: kuanaugh/s

English (LSJ)

ές,

   A dark-gleaming, ὀφρύες E.Alc.261 (lyr.); τὰς βολὰς τῶν ὀφθαλμῶν ἐστὶ κ. Alciphr.3.1; of the sea, κ. Ἀμφιτρίτη D.P. 169, etc.; πηγή Supp.Epigr.4.467.25 (Milet., iii A.D.); com. of dithyrambs, Ar.Av.1389.

German (Pape)

[Seite 1521] ές, dunkelblau od. schwarzglänzend, übh. schwarz; ὀφρύς, Eur. Alc. 261; vom Meere, Dion. Per. 169; von der Nacht, Orph. H. 2, 3; ἴον, Rufin. 15 (V, 74); τὰ λαμπρὰ γίγνεται ἀέρια καὶ σκότιά γε καὶ κυαναυγέα Ar. Av. 1389. – Auch in Prosa, τὸ κ., Luc. dom. 11.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰναυγής: -ές, ἔχων κυανῆν τινα ἢ σκοτεινὴν λάμψιν, ὀφρύες Εὐρ. Ἄλκ. 262· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Διον Π. 169, κτλ.· ― κωμικῶς ἐπὶ τῶν διθυράμβων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1389.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’un bleu ou d’un noir sombre et brillant.
Étymologie: κύανος, αὐγή.

Greek Monolingual

κυαναυγής, -ές, θηλ. και κυαναγέτις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έχει βαθύχρωμη λάμψη (α. «νεκύων ἐς αὐλὰν ὑπ' ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων πτερωτὸς Ἅιδας», Ευρ.
β. «πηγάων κυαναυγέων ἐν δίνησιν», Ορφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυαναυγές
το βαθύ χρώμα του ουρανού
3. μτφ. κωμ. (για τους διθυράμβους) μελανόστιλπνος, με σκοτεινή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -αυγής (< αὐγή ή < αμάρτυρο αὖγος), πρβλ. λευκ-αυγής, χρυσ-αυγής].

Greek Monotonic

κυᾰναυγής: -ές, αυτός που έχει σκοτεινή λάμψη, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰναυγής: темно-синий, иссиня-черный (ὀφρύς Eur.; ἴον Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυαναυγής -ές [κύανος, αὐγή] met donkere glans:. ὑπ ’ ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων kijkend van onder zijn donkere wenkbrauwen Eur. Alc. 261. met azuurblauwe glans (van een pauwenveer).

Middle Liddell

κυᾰν-αυγής, ές
dark-gleaming, Eur., Ar.