κολπώδης: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κολπώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> изобилующий заливами ([[Αὐλίς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> извилистый ([[παράπλους]] Polyb.). | |elrutext='''κολπώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> изобилующий заливами ([[Αὐλίς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> извилистый ([[παράπλους]] Polyb.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κολπ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />embosomed, embayed, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:06, 10 January 2019
English (LSJ)
ες,
A embosomed, embayed, τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Αὖλιν E.IA120, etc.; full of bays, θάλασσα D.C.48.50. 2 winding, παράπλους Plb. 4.44.7. II metaph., oflanguage, turgid, μηδὲν ἔχειν κ. D.H.Dem. 18.
German (Pape)
[Seite 1476] ες, = κολποειδής; τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Eur. I. A. 120; παράπλους Pol. 4, 44, 7; θάλασσα D. Cass. 48, 50; auch übertr. vom Styl, weitschweifig, D. Hal. iud. Dem. 18.
Greek (Liddell-Scott)
κολπώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων κόλπον ἢ λιμένα, τὰν κολπώδη… Αὖλιν Εὐρ. Ι. Α. 120, κτλ.· πλήρης λιμένων ἢ κόλπων, θάλασσα Δίων Κ. 48. 50. 2) ἑλικοειδής, Λατ. sinuosus, παράπλους Πολύβ. 4. 44, 7. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ λόγου, χαλαρός, διακεχυμένος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a beaucoup de golfes, de baies.
Étymologie: κόλπος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (AM κολπώδης, -ῶδες) κόλπος
αυτός που απαρτίζεται από πολλούς κόλπους («κολπώδη παράλια»)
νεοελλ.
όμοιος με κόλπο
αρχ.
1. αυτός που έχει λιμάνι ή είναι γεμάτος από λιμάνια
2. ελικοειδής («κολπώδη τὸν παράπλουν», Πολ.)
3. (για λόγο) πομπώδης.
Greek Monotonic
κολπώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει κόλπο ή λιμάνι, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολπώδης -ες [κόλπος] een baai vormend.
Russian (Dvoretsky)
κολπώδης:
1) изобилующий заливами (Αὐλίς Eur.);
2) извилистый (παράπλους Polyb.).
Middle Liddell
κολπ-ώδης, ες εἶδος
embosomed, embayed, Eur.