κνησμός: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κνησμός -οῦ, ὁ [κνάω] jeuk.
|elnltext=κνησμός -οῦ, ὁ [κνάω] jeuk.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνησμός]], οῦ, [[κνάω]]<br />an itching, [[irritation]], Plut.
}}
}}

Revision as of 03:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνησμός Medium diacritics: κνησμός Low diacritics: κνησμός Capitals: ΚΝΗΣΜΟΣ
Transliteration A: knēsmós Transliteration B: knēsmos Transliteration C: knismos Beta Code: knhsmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = κνῆσις, itching, Hp.VM 16, Arist.HA578b3; ἡ ἀκαλήφη κ. ποιεῖ Diph.Siph. ap. Ath.3.90a; scratching, Plu.2.126b (pl.); in a pleasurable sense, titillation, Arist. GA723b34, Pr.878b7.    2 metaph., irritation, Plu.2.61a.

German (Pape)

[Seite 1460] ὁ, das Jucken, der Kitzel, Reiz; Hippocr.; κνησμὸν ποιεῖ ἡ ἀκαλήφη Diphil. bei Ath. III, 90 a; Arist. H. A. 6, 28; κνησμοῦ περὶ τὴν χεῖρα συμβάντος S. Emp. adv. math. 7, 232.

Greek (Liddell-Scott)

κνησμός: ὁ, = κνῆσις, «φαγοῦρα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28, 3· προξενουμένη ὑπὸ τῆς ἀκαλήφης, κνίδης, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 90Α· ἐπὶ ἡδονικοῦ κνησμοῦ, γαργαλισμός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 29, Προβλ. 4. 15, 1. 2) μεταφορ., ἐρεθισμός, διέγερσις, Πλούτ. 2. 61Α (ἔνθα ἴδε Wyttenb.)· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 126Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
démangeaison, chatouillement ; fig. irritation.
Étymologie: κνάω.

Greek Monolingual

ο (AM κνησμός) κνω
ενοχλητικός ερεθισμός του δέρματος ή τών βλεννογόνων, φαγούραἀκαλήφη... κνησμὸν ποιεῑ», Αθήν.)
αρχ.
1. αμυχή, γρατσούνισμα
2. ηδονικό ερέθισμα, γαργαλισμός
3. μτφ. ερεθισμός, διέγερση («ἅν δὲ πρὸς ἑταίραν... κνησμός τις ἐξ ὀργῆς καὶ ζηλοτυπίας ἐγγένηται», Πλούτ.).

Greek Monotonic

κνησμός: ὁ (κνάω), φαγούρα, ερεθισμός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κνησμός:
1) зуд Arst., Sext.;
2) раздражение, возбуждение Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνησμός -οῦ, ὁ [κνάω] jeuk.

Middle Liddell

κνησμός, οῦ, κνάω
an itching, irritation, Plut.