κιθαρῳδός: Difference between revisions
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - "|" to "|") |
(1ba) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κιθαρῳδός -οῦ, ὁ [κιθάρα, ἀοιδός] zanger en citerspeler. | |elnltext=κιθαρῳδός -οῦ, ὁ [κιθάρα, ἀοιδός] zanger en citerspeler. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κῐθᾰρ-ῳδός, οῦ, [[κιθάρα]], [[ἀοιδός]]<br />one who plays and sings to the [[cithara]], a [[harper]], Hdt., Plat., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ, (κιθάρα, ἀοιδός)
A one who plays and sings to the cithara, Hdt.1.23, IG12.547, Pherecr.6.1, Phld.Mus.p.28K., etc.: as fem., κ. γυνή Alciphr.3.33. II a fish, found in the Red Sea, with body striped like the strings of a lyre, Ael.NA11.23.
German (Pape)
[Seite 1437] ὁ, = κιθαραοιδός, der die Cither spielt u. dazu singt, unterschieden von κιθαριστής, vgl. Ammon., Plat. Conv. 179 d; Diphil. bei Ath. VI, 247 c, auch ἡ κιθαρῳδὸς γυνή, Alciphr. 3, 33. – Ein Fisch, Ael. H. A. 11, 23.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθᾰρῳδός: ὁ, (κιθάρα, ἀοιδὸς) ὁ κρούων τὴν κιθάραν καὶ ᾄδων συγχρόνως, Ἡρόδ. 1. 23, Πλάτ., κτλ.· πρβλ. κιθαριστής, κιθαραοιδός. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ εὑρισκόμενος, Αἰλ. π. Ζ. 11. 23.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 joueur de cithare;
2 sorte de poisson.
Étymologie: κιθαραοιδός.
English (Strong)
from κιθάρα and a derivative of the same as ᾠδή; a lyre-singer(-player), i.e. harpist: harper.
English (Thayer)
κιθαρωδου, ὁ (κιθάρα (which see), and ᾠδός, contracted from ἀοιδός, a singer), a harper, one who plays on the harp and accompanies it with his voice: Herodotus, Plato, others), Diphilus (300 B.C.>) in Athen. 6, p. 247d.; Plutarch, mor. 166a.; Aelian v. h. 4,2; superlative (extended form) κιθαραοιδοτατος, Aristophanes vesp. 1278. Varro de r. r. 2,1, 3 non omnes, qui habent citharam, sunt citharoedi.)
Greek Monolingual
ό, ἡ (Α κιθαρωδός, ὁ, ἡ, ποιητ. τ. κιθαραοιδός, θηλ. και κιθαρωδίστρια)
αυτός που παίζει κιθάρα και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ)
αρχ.
είδος ψαριού της Ερυθράς Θάλασσας, κίθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα + -ῳδός (< ωδή), πρβλ. λυρ-ωδός, χορ-ωδός].
Greek Monotonic
κῐθᾰρῳδός: ὁ (κιθάρα, ἀοιδός), κάποιος που παίζει και ταυτόχρονα τραγουδάει με την κιθάρα, αρπιστής, σε Ηρόδ., Πλάτ κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κῐθᾰρῳδός: ὁ кифарод или кифаред, поющий под звуки кифары Plat., NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιθαρῳδός -οῦ, ὁ [κιθάρα, ἀοιδός] zanger en citerspeler.
Middle Liddell
κῐθᾰρ-ῳδός, οῦ, κιθάρα, ἀοιδός
one who plays and sings to the cithara, a harper, Hdt., Plat., etc.