Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεμβράνα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406
(3)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεμβράνα:''' ἡ (лат. [[membrana]]) досл. выделанная кожа, пергамент, перен. пергаментный свиток NT.
|elrutext='''μεμβράνα:''' ἡ (лат. [[membrana]]) досл. выделанная кожа, пергамент, перен. пергаментный свиток NT.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεμβράνα]], ἡ,<br />the Lat. membra_na, [[parchment]], NTest.
}}
}}

Revision as of 03:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμβράνα Medium diacritics: μεμβράνα Low diacritics: μεμβράνα Capitals: ΜΕΜΒΡΑΝΑ
Transliteration A: membrána Transliteration B: membrana Transliteration C: memvrana Beta Code: membra/na

English (LSJ)

ἡ, = Lat.

   A membrāna, parchment, 2 Ep.Ti.4.13, Charax 14, POxy.2156.9 (iv/v A.D.):—also μέμβρανον, τό, Lyd.Mens.1.28: hence Adj. μεμβράϊνος, PMasp.144.6 (vi A.D.), and Subst. μεμβραϊνάριος, prob. in Stud.Pal.20.194 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 129] ἡ, das lat. membrana, Haut, Pergament, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μεμβράνα: (ὀρθότ. μεμβρᾶνα) ἡ, τὸ Λατ. membrāna, ὡς καὶ νῦν, τὸ λεπτὸν κατειργασμένον δέρμα ὃ μετεχειρίζοντο ἄλλοτε ἀντὶ χάρτου, Β΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 13· ὡσαύτως μέμβρανον, τό, Ἰω. Λυδ. 11, 14, Νικήτ. Βυζ. 769Β.

English (Strong)

of Latin origin ("membrane"); a (written) sheep-skin: parchment.

English (Thayer)

(Sophocles' Lexicon, μεμβράνα; cf. Chandler § 136), μεμβράνας (Buttmann, 17 (15)), ἡ, Latin membrana, i. e. parchment, first made of dressed skins at Pergamum, whence its name: Act. Barnabas, 6 at the end Cf. Birt, Antikes Buchwesen, chapter ii.; Gardthausen, Palacographie, p. 39f).

Greek Monolingual

και μεμβράνη, η (ΑM μεμβράνα)
λεπτό κατεργασμένο δέρμα ζώου που χρησιμοποιείται ως γραφική ύλη, η περγαμηνή («ἐρχόμενος φέρε, καὶ τὰ βιβλία, μάλιστα τὰς μεμβράνας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. λεπτό δέρμα, ύφασμα ή χαρτί που έχει διάφορες εφαρμογές και χρήσεις (α. «μεμβράνα τύμπανου» β. «μεμβράνα πολυγράφου»)
2. φυσικό περίβλημα από λεπτό δέρμα, υμένας
3. (επικοιν.) λεπτότατο έλασμα που τοποθετείται μπροστά από τα πηνία τών τηλεφώνων ή τών μεγαφώνων και το οποίο δονείται με παλμική κίνηση υπό την επίδραση τών μεταβολών του πεδίου του μαγνήτη
4. (φυσιολ.-βιολ.) λεπτό στρώμα ιστού που καλύπτει μια επιφάνεια ή διαιρεί ένα όργανο («κυτταρική μεμβράνα»)
5. χημ. λεπτό διάφραγμα αποτελούμενο από κατάλληλο πορώδες υλικό φυσικής ή συνθετικής προέλευσης το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο μέσα για να προκαλέσει τη μεταβολή της συγκέντρωσης ενός ή περισσότερων από τα συστατικά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. membrana «στρώμα ιστού» (< membrum «μέλος»)].

Greek Monotonic

μεμβράνα: ἡ, Λατ. membrāna , περγαμηνή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μεμβράνα: ἡ (лат. membrana) досл. выделанная кожа, пергамент, перен. пергаментный свиток NT.

Middle Liddell

μεμβράνα, ἡ,
the Lat. membra_na, parchment, NTest.